Μόρια που συνδέονται στον ίδιο υποδοχέα του εγκεφάλου με το LSD ίσως προσφέρουν αντικαταθλιπτική και αγχολυτική δράση, η οποία διαρκεί έως δύο εβδομάδες με μία μόνο δόση και δεν συνοδεύεται από ανεπιθύμητες παραισθήσεις, δείχνει αμερικανική μελέτη σε πειραματόζωα.
Τα τελευταία χρόνια, πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι ψυχεδελικές ουσίες όπως το LSD και η ψιλοκυβίνη των λεγόμενων μαγικών μανιταριών προσφέρουν ταχεία και παρατεταμένη δράση κατά της κατάθιψης, του άγχους και της μετατραυματικής διαταραχής, τουλάχιστον όταν χορηγούνται σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία.
Ερευνητικές ομάδες σε όλο τον κόσμο προσπαθούν τώρα να αναπτύξουν ουσίες που προσφέρουν τα ίδια οφέλη αλλά χωρίς το ψυχεδελικό εφέ.
Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο έγκριτο περιοδικό Nature, γεννά ελπίδες ότι αυτό μπορεί να είναι εφικτό.
Ερευνητές διαφόρων αμερικανικών πανεπιστημίων, ανάμεσά τους το Στάνφορντ και το Γέιλ, χρησιμοποίησαν μια υπολογιστική βιβλιοθήκη 75 εκατομμυρίων μορίων αναζητώντας ουσίες που ενεργοποιούν τον υποδοχέα 5HT2a, ο οποίος κανονικά ενεργοποιείται από τον νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη, είναι όμως και ο βασικός υποδοχέας που μεσολαβεί στην ψυχεδελική δράση του LSD.
Μία και μόνο δόση εξαφάνισε τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους από ποντίκια που χρησιμοποιούνται ως ζωικά μοντέλα για τη μελέτη της ασθένειας, αναφέρει η ερευνητική ομάδα.
Επιπλέον, τα πειραματόζωα δεν εκδήλωσαν τις σπασμωδικές κινήσεις του κεφαλιού που συνήθως προκαλούν τα ψυχεδελικά ναρκωτικά.
Οι πειραματικές ουσίες «είναι πολύ ισχυρές, πολύ πιο ισχυρές από το Prozac» δήλωσε ο Μπράιαν Σόιτσετ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, μέλος της ομάδας.
Οι ερευνητές σκοπεύουν τώρα να τελειοποιήσουν τις υποψήφιες ουσίες και να τις κάνουν αρκετά επιλεκτικές ώστε να δοκιμαστούν σε κλινικές μελέτες. Θα πρέπει μεταξύ άλλων να βεβαιωθούν ότι τα πειραματικά μόρια δεν ενεργοποιούν έναν συγγενικό αλλά διαφορετικό υποδοχέα στον οποίο συνδέεται το LSD, τον 5HT2a, του οποίου η ενεργοποίηση έχει συνδεθεί με βλάβες στις καρδιακές βαλβίδες.
Ενδεικτικό της σημασίας και των προοπτικών της μελέτης είναι το γεγονός ότι οι ερευνητές χρηματοδοτήθηκαν με 27 εκατομμύρια δολάρια από την DARPA, το ερευνητικό σκέλος του αμερικανικού Πενταγώνου.