Quantcast

Τρία εκατομμύρια ενήλικοι Έλληνες εμποδίζουν το τείχος της ανοσίας

Δείτε τι δείχνουν τα στοιχεία

Το 30% των πολιτών 80 ετών και άνω δεν έχουν κλείσει ραντεβού στο εμβολιαστικό κέντρο.

 

Την ώρα που η χώρα πολιορκείται από το στέλεχος Δέλτα, περίπου τρία εκατ. ενήλικοι Ελληνες αναβάλλουν επ’ αόριστον να κλείσουν ραντεβού για τον εμβολιασμό τους, παρότι αν το ποσοστό των εμβολιασθέντων έφτανε το 90%, θα έσβηνε τον εφιάλτη των διασωληνώσεων και των θανάτων λόγω σοβαρών επιπλοκών σε περίπτωση νόσησης.

Οσο, όμως, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού συνεχίζει να υψώνει τείχη απέναντι στις εκκλήσεις των ειδικών τόσο πιο αβέβαιη είναι η επιδημιολογική πορεία της χώρας το καλοκαίρι και το επερχόμενο φθινόπωρο. Είναι ενδεικτικό ότι στη χθεσινή συνεδρίαση των επιδημιολόγων οι ειδικοί διαπίστωσαν με αγωνία την ήπια πλην, όμως, όχι αμελητέα αύξηση μολύνσεων σε πολίτες άνω των 60 ετών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της πλατφόρμας emvolio.gov.gr, περίπου 4,7 εκατ. πολίτες είναι πλήρως εμβολιασμένοι στη χώρα μας. Οι επιστήμονες διαπιστώνουν ότι η «δεξαμενή» των εμβολιασμένων λειτουργεί προστατευτικά έναντι στις επιπτώσεις του τέταρτου κύματος -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους «σκληρούς δείκτες» -, παρ’ όλα αυτά δεν αρκεί για να μειώσει το σαρωτικό του ξέσπασμα που μεταφράζεται προς το παρόν σε χιλιάδες κρούσματα την ημέρα. Και αγωνιούν για τις επερχόμενες εξελίξεις, καθώς οι «μαύρες τρύπες» στην ανοσία δημιουργούν συνθήκες νέου κύκλου πίεσης στο ΕΣΥ.

 

Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), το 30% των πολιτών 80 ετών και άνω δεν έχουν κλείσει ραντεβού στο εμβολιαστικό κέντρο, ποσοστό που σε απόλυτο αριθμό μεταφράζεται σε 175.000 και πλέον ηλικιωμένους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τους πολίτες ηλικίας 70-79 ετών είναι σαφώς μικρότερο, καθώς δεν ξεπερνά το 20%, εντούτοις, σύμφωνα με τα δεδομένα της τελευταίας απογραφής, εκτιμάται ότι περισσότερα από 200.000 άτομα που ανήκουν στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα δεν έχουν αποκτήσει ανοσία. Οπως όμως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, η πλέον… ακάλυπτη ηλικιακή κατηγορία είναι εκείνη των 50-59 ετών, καθώς περισσότεροι από 450.000 πολίτες παραμένουν εκτεθειμένοι στον SARS-CoV-2.

Αντιθέτως, στην πληθυσμιακά αντίστοιχη της χώρας μας Πορτογαλία, που επίσης πολιορκείται από το στέλεχος Δέλτα, τα ποιοτικά δεδομένα από τους εμβολιασμούς καταλήγουν σε πιο ευνοϊκές προγνώσεις. Και αυτό διότι το 100% των πολιτών 70 ετών και άνω έχουν κάνει ήδη την πρώτη δόση ή έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους, όπως φαίνεται από τα ίδια στοιχεία του ECDC. Αντίστοιχα, στην ομάδα 60-69 ετών η εμβολιαστική κάλυψη αγγίζει το 97,8% και στους άνω των 50 ετών το 89%.

 

Οι νέοι

Πίσω στη χώρα μας, καθώς το τέταρτο κύμα «δυναμώνει» στις παραλίες και στη νυχτερινή ζωή, μη ικανοποιητικό κρίνεται και το ποσοστό των νέων που έχουν εμβολιαστεί (δηλαδή οι πολίτες 18-24 ετών), καθώς 7 στους 10 δεν έχουν ακόμη δεχθεί… τσίμπημα στο μπράτσο τους. Συνεπώς, οι επιδημιολόγοι εκφράζουν έντονη αγωνία για τον νέο κύκλο μεταδόσεων που αναμένεται να προκληθεί κατά την επιστροφή των ταξιδιωτών από τους τουριστικούς προορισμούς, δημιουργώντας, όπως όλα δείχνουν, «ντόμινο» ενδοοικογενειακών μολύνσεων αλλά και έξαρση σε εργασιακούς χώρους.

Αυτός είναι ο λόγος που πρόσφατα η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολόγιας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων ανέφερε ότι το εμβόλιο παραμένει άμεση προτεραιότητα και κυρίως για δύο ομάδες πολιτών: «Τους νέους που ετοιμάζονται να πάνε διακοπές αλλά και όλους όσοι είναι άνω των 50 ετών και δεν έχουν κάνει ακόμα το εμβόλιο». Μόλις λίγες ημέρες πριν, δε, είχε προειδοποιήσει πως, σύμφωνα το ECDC, οι ενήλικοι 50-59 ετών έχουν διπλάσιο κίνδυνο να νοσηλευτούν λόγω κορωνοϊού έναντι αυτών που είναι 40-49 ετών.

Πάντως και παρότι τα προγνωστικά μοντέλα κάνουν λόγο για έως και 300 νέες εισαγωγές την ημέρα έως τα τέλη Ιουλίου, το τέταρτο κύμα διαφαίνεται πιο «διαχειρίσιμο» σε σχέση με τα προηγούμενα, εκτιμώντας ότι οι εμβολιασμένοι πολίτες θα μετριάσουν το πέρασμα του Δέλτα από τα νοσοκομεία, που αναμένεται να μεταφραστεί σε μειωμένες ανάγκες για κλίνες ΜΕΘ.