Υψηλές δόσεις φαμοτιδίνης, φαρμάκου που χρησιμοποιείται ευρέως για να μειώνει τα οξέα του στομάχου, επιτάχυναν την υποχώρηση των συμπτωμάτων και της φλεγμονής στην ήπια έως μέτρια Covid-19, δείχνει μελέτη σε μικρό δείγμα ασθενών.
Το όφελος όμως δεν ήταν θεαματικό. Μεταξύ των 55 μη νοσηλευόμενων ασθενών που συμμετείχαν στην έρευνα, όσοι έλαβαν υψηλές δόσεις φαμοτιδίνης είδαν τα συμπτώματά τους να μειώνονται κατά 50% μέσα σε 8,2 ημέρες κατά μέσο όρο, ενώ σε όσους έλαβαν placebo η ίδια μείωση καταγράφηκε στις 11,4 ημέρες.
Η φαμοτιδίνη, η οποία κανονικά χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του πεπτικού έλκους και της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, επιτάχυνε επίσης την πτώση των δεικτών φλεγμονής χωρίς αρνητικές επιδράσεις στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Οι ασθενείς λάμβαναν 80 milligram φοματιδίνης δύο φορές την ημέρα για 14 ημέρες -δοσολογία πολύ υψηλότερη από τη συνήθη.
O δρ Έμαντ Ελ-Ομάρ, αρχισυντάκτης της επιθεώρησης Gut όπου δημοσιεύεται η μικρή μελέτη χαρακτήρισε τη βελτίωση «μέτρια αλλά σημαντική».
Ο Ελ-Ομάρ επισήμανε ότι η αναλογία των ασθενών που παρέμεναν συμπτωματικοί δύο εβδομάδες μετά τη διάγνωση ήταν διπλάσια στην ομάδα της φαμοτιδίνης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
«Αυτό είναι εντυπωσιακό» σχολίασε στο CNN.
Οι συντάκτες της μελέτης αναγνωρίζουν πάντως ότι τα οφέλη της φαμοτιδίνης στην αντιμετώπιση του κοροναϊού θα πρέπει να επιβεβαιωθούν με μεγαλύτερες κλινικές μελέτες.
Αντικρουόμενες ενδείξεις
Σύμφωνα με τον δρ Κέβιν Τρέισι, μέλος της ερευνητικής ομάδας, οι πρώτες ενδείξεις για τη φαμοτιδίνη ήρθαν από την Κίνα, όταν γιατροί παρατήρησαν ότι ορισμένοι ασθενείς χαμηλού εισοδήματος που έπασχαν από παλινδρόμηση και προσβλήθηκαν από Covid-19 είχαν καλύτερη έκβαση σε σχέση με αντίστοιχους ασθενείς υψηλότερων εισοδημάτων.
Όπως διαπιστώθηκε, πολλοί από τους φτωχότερους ασθενείς έπαιρναν φαμοτιδίνη για την καούρα ενώ οι πλουσιότεροι έτειναν να προτιμούν ένα ακριβότερο φάρμακο.
Η φαμοτιδίνη ξαναήρθε στην επικαιρότητα τον Δεκέμβριο όταν χορηγήθηκε στον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ που νοσηλευόταν με Covid-19.
Λίγους μήνες αργότερα, όμως, μελέτη που δημοσίευσαν ερευνητές δύο φαρμακοβιομηχανιών δεν διαπίστωνε κανένα όφελος.
Οι συντάκτες της νέας μελέτης σχεδιάζει πάντως μεγαλύτερη κλινική μελέτη για να επιβεβαιωθούν ή να διαψευστούν τα πρώτα ευρήματά τους.