Προβλήματα στην επικοινωνία θα εκδηλώσουν παιδιά που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν κατά τα χρόνια της πανδημίας COVID-19, σύμφωνα με μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open. Η ερευνητική ομάδα από το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης (Boston Children’s Hospital) ανέτρεξε σε οκτώ μελέτες για 11.438 βρέφη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και 9.981 πριν από την εμφάνιση του κορωνοϊού SARS-Cov-2 (2015 – 2019), για να διαπιστώσει πιθανές συσχετίσεις με νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 7% των βρεφών από τις μελέτες για την πανδημική περίοδο εμφάνισαν νευροαναπτυξιακές διαταραχές, με την έκθεση της μητέρας στον κορωνοϊό κατά την κύηση να αυξάνει το ποσοστό στο 12%. Ειδικότερα, σε σύγκριση με βρέφη που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τον καιρό πριν την πανδημία, τα παιδιά της εποχής του κορωνοϊού είχαν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν διαταραχές στην επικοινωνία, και μικρές διαφορές ως προς την αδρή κινητικότητα (αφορά μεγάλες μυϊκές ομάδες όπως λειτουργίες όπως το τρέξιμο, η βάδιση κ.λπ.) και τη λεπτή κινητικότητα (εκτέλεση κινήσεων από μικρές ομάδες όπως η γραφή, το κράτημα του κουταλιού κ.α.), τις προσωπικές και κοινωνικές δεξιότητες ή την επίλυση προβλημάτων. Η λοίμωξη της εγκύου με τον SARS-CoV-2 δεν συσχετίστηκε με σημαντικές διαφορές στην νευροανάπτυξη των παιδιών, πλην διαταραχών στη λεπτή κινητικότητα.
«Τα ευρήματα δείχνουν ότι η πανδημία δεν επηρέασε τη συνολική νευροανάπτυξη των παιδιών, η γέννηση όμως και η ανατροφή του παιδιού την περίοδο του SARS-CoV-2, ανεξαρτήτως έκθεσης στον ιό κατά την κύηση, συσχετίστηκε με σημαντικό κίνδυνο διαταραχής της επικοινωνίας» ανέφεραν οι ερευνητές.
Οι αρνητικοί παράγοντες
Οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές όπως η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, η νοητική αναπηρία και η διάσπαση ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), έχουν ετερογενή αίτια που συνδέονται με διαταραχές της νόησης, της επικοινωνίας, της προσαρμοστικής συμπεριφοράς και των ψυχοκινητικών δεξιοτήτων. Η νευροανάπτυξη ενός εμβρύου μπορεί να επηρεαστεί από ενδογενείς παράγοντες (εμβρυική μόλυνση, κάθετη μετάδοση, νευρολογικές ανωμαλίες) ή εξωγενείς (ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος, περιβαλλοντικοί χημικοί ή διατροφικοί παράγοντες ή έντονο και επίμονο στρες της μητέρας). Έρευνες έχουν συσχετίσει τη φλεγμονώδη απόκριση της μητέρας με εμφάνιση νευροαναπτυξιακών διαταραχών στο παιδί.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τη διάρκεια της πανδημίας συνέτρεξαν επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες όπως η οικονομική πίεση, η κοινωνική απομόνωση και η μειωμένη οικογενειακή υποστήριξη. Πρόκειται για παράγοντες που συνδέθηκαν με αυξημένα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους στις μητέρες κατά την περιγεννητική περίοδο, τα οποία έχουν ενοχοποιηθεί για νευροαναπτυξιακές και συμπεριφορικές διαταραχές στο παιδί.
Τόσο οι μητέρες όσο και οι πατέρες των παιδιών 0 έως 6 μηνών ανέφεραν αυξημένο άγχος σχετιζόμενο με την COVID-19, καθώς και πλημμελείς συμπεριφορές ως προς την ανατροφή του παιδιού όπως μειωμένη συναισθηματική απόκριση (μόνο οι μητέρες) που θα μπορούσαν να μειώσουν την αλληλεπίδραση με το παιδί και τα οφέλη για τη γλωσσική ανάπτυξη που αποκομίζει από αυτήν. Αντίστοιχα, η καλλιέργεια επικοινωνιακών και κοινωνικών δεξιοτήτων σε περιβάλλοντα εκτός σπιτιού ή ακόμα και από επισκέψεις σε κέντρα φροντίδας παιδιών επλήγη από τους περιορισμούς στην κινητικότητα κατά τις ημέρες της πανδημίας.