Προτεραιότητα στην προστασία των ασθενών με διαβήτη τύπου ΙΙ από καρδιαγγειακά νοσήματα και νεφρική ανεπάρκεια δίνουν οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τη νόσο που εκδόθηκαν από την Αμερικανική και την Ευρωπαϊκή Διαβητολογική Εταιρεία και δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Diabetes Care.
Οι διαβητολόγοι Ευρώπης και Αμερικής, στρέφονται τώρα στις νεότερες αντιδιαβητικές θεραπείες που εστιάζουν στις κατηγορίες SGLT2 και GLP-1 για την αποτροπή των επιπλοκών, προτιμώντας την καθιερωμένη χρήση της μετφορμίνης συνδυαστικά με τους νέους αντιδιαβητικούς παράγοντες, οι οποίοι όμως τώρα μπαίνουν σε προτεραιότητα, πριν ο ασθενής ξεκινήσει την ινσουλίνη.
Οι ειδικοί επισημαίνουν την ανάγκη ολιστικής αντιμετώπισης της νόσου για τη μείωση του γλυκαιμικού φορτίου, την πρόληψη των επιπλοκών από το καρδιαγγειακό σύστημα και τη νεφρική λειτουργία, τονίζοντας τις αλλαγές συμπεριφοράς απέναντι στους παράγοντες κινδύνου –όπως το κάπνισμα, η έλλειψη άσκησης και η κακή διατροφή – για την αποφυγή των επιπτώσεων στα αγγεία, της υπέρτασης, των λιπιδίων και των παραγόντων θρόμβωσης.
Προσοχή
Για το λόγο αυτό, εφιστούν την προσοχή στην εξατομίκευση της θεραπείας του διαβήτη ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ασθενή ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψιν και τις κοινωνικές παραμέτρους της νόσου. Τονίζουν όμως, πως ενώ οι νέες θεραπευτικές παρεμβάσεις διευκολύνουν τον έλεγχο της γλυκόζης, είτε συμπεριφορικά, είτε φαρμακευτικά, ακόμη και χειρουργικά, η ύπαρξη περισσότερων επιλογών δυσκολεύει την εκλογή της κατάλληλης αγωγής.
Σημειώνουν ότι οι παράγοντες SGLT2 και GLP-1 αποτελούν σημαντική πρόοδο για την καθυστέρηση της εξέλιξης και της επιβάρυνσης από τον διαβήτη, προστατεύοντας από την αθηροσκλήρωση, καρδιακή ανεπάρκεια ή την χρόνια νεφρική νόσο. Και η προστασία αυτή είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από την επίδραση των φαρμάκων αυτών στην μείωση της επιβάρυνσης από την γλυκόζη.
Τις νέες οδηγίες εξήγησε στο in.gr o καθηγητής Παθολογίας, Διαβητολόγος, Γιώργος Δημητριάδης, επισημαίνοντας πως τώρα, μπαίνει σε προτεραιότητα η προστασία της νεφρικής λειτουργίας των διαβητικών ασθενών και η προστασία από καρδιαγγειακά νοσήματα και καρδιακή ανεπάρκεια.
Γι΄ αυτό ξεκινά η διερεύνηση της χορήγησης κάποιου από τους νέους αυτούς παράγοντες, ξεκινώντας από τους SGLT2 για την επίτευξη της προστασίας της νεφρικής λειτουργίας και του καρδιαγγειακού συστήματος, αλλά και της καρδιακής ανεπάρκειας. Αν δεν είναι καλά ανεκτοί οι παράγοντες αυτοί, τότε μπορεί να χορηγηθούν παράγοντες GLP-1. Στη δε περίπτωση που χρειάζεται πρόσθετη προστασία ή περαιτέρω γλυκαιμικός έλεγχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και συνδυασμός των δύο παραγόντων.
Η μετφορμίνη συνεχίζει να χορηγείται στους πάσχοντες από διαβήτη, μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα, ανάλογα με το πόσο έγκαιρα έχει γίνει η διάγνωση της νόσου, αν και πλέον, δεν αποτελεί προτεραιότητα μόνο η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, εκτός αν τη στιγμή που διαπιστώνεται η νόσος, η HbA1c είναι ήδη εξαιρετικά υψηλή και χρειάζεται κατευθείαν έναρξη βασικής ινσουλίνης για άμεση μείωση των επιπέδων της.
Στις νέες οδηγίες σημειώνεται πως ακόμη κι αν χρειάζεται ινσουλίνη, θα πρέπει να γίνεται διερεύνηση για τη χορήγηση των νέων αντιδιαβητικών παραγόντων για την προστασία των νεφρών και του καρδιαγγειακού συστήματος, αλλά και για την αποφυγή των υπογλυκαιμικών κρίσεων.
Ταυτόχρονα, για τη διαχείριση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, επισημαίνεται στις νέες οδηγίες, η στενή παρακολούθηση της καρδιάς και των αγγείων του ασθενή, η μείωση της υπέρτασης και των λιπιδίων, η χορήγηση αντιθρομβωτικών παραγόντων εφόσον χρειάζεται, καθώς και η διακοπή του καπνίσματος.
Έλεγχος βάρους – άσκηση
Παράλληλα, σημαντικός στόχος παραμένει ο έλεγχος του βάρους του διαβητικού ασθενή, αν και οι στόχοι πρέπει να εξατομικεύονται κατά περίπτωση, συνδυάζοντας θεραπευτικά σχήματα που βοηθούν τόσο στη μείωση της γλυκόζης, όσο και στη μείωση του βάρους αν αυτό είναι απαραίτητο. Δεν αποκλείουν δε, την βαριατρική επέμβαση σε σοβαρά περιστατικά.
Ο λόγος είναι ότι η απώλεια 5-15% του βάρους πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο καθώς βελτιώνεται η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη.
Παράλληλα όμως, έχει διαπιστωθεί ότι απώλεια βάρους από 10-15% ή και περισσότερο αν αυτό είναι απαραίτητο, μπορεί να έχει τροποποιητική επίδραση στη νόσο, να οδηγήσει σε υποστροφή του διαβήτη, γεγονός που ορίζεται ως εξομάλυνση των επιπέδων γλυκόζης επί τρίμηνο ή και περισσότερο, χωρίς φαρμακευτική αγωγή. Παράλληλα, η απώλεια βάρους μειώνει τον κίνδυνο για καρδιομεταβολικά νοσήματα και βελτιώνει την ποιότητα ζωής.
Η συμβουλευτική, θα πρέπει να αφορά την εισαγωγή ενός νέου τρόπου ζωής, με εξατομικευμένο μοντέλο διατροφής και φυσική δραστηριότητα.
Εκτός από την ανάγκη για τακτική αεροβική άσκηση και άσκηση με αντιστάσεις, οι νέες οδηγίες σημειώνουν ότι μόνο 500 βήματα την ημέρα μειώνουν κατά 2-9% τη νοσηρότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα και τη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες.