Προγνωστικός δείκτης καλών γηρατειών φαίνεται πως είναι η όσφρηση, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Gerontology. Σύμφωνα με τη νέα έρευνα, ειδικότερα, η αδυναμία όσφρησης θα μπορούσε να μαρτυρά υψηλό τον κίνδυνο ευθραυστότητας σε ηλικιωμένους.
Το σύνδροµο ευθραυστότητας είναι μία πάθηση που αφορά στην τρίτη ηλικία και χαρακτηρίζεται κυρίως από αυξηµένη ευπάθεια σε στρεσογόνους παράγοντες. Πολλά μπορεί να είναι τα πιθανά αίτια που οδηγούν στο σύνδρομο ευθραυστότητας, όπως γενετικοί, µεταβολικοί, περιβαλλοντικοί, κοινωνικοοικονοµικοί, διατροφικοί παράγοντες, συνήθειες του τρόπου ζωής, αλλά και χρόνιες νόσοι. Η ευθραυστότητα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για δυσµενείς εκβάσεις στην υγεία των ηλικιωµένων. Εντούτοις, δεν υπάρχει έως και σήμερα µια κοινώς αναγνωρισµένη και αποδεκτή κλίµακα κλινικής εκτίµησης. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να διερευνηθούν οι παράγοντες που θα μπορούσαν να προβλέψουν την πρόκληση του συνδρόμου, έτσι ώστε οι ασθενείς να προετοιμαστούν καλύτερα για τη διαχείριση του προβλήματος ή ακόμη και να το αποφύγουν.
Ο Nimesh V. Nagururu από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και οι συνεργάτες του εξέτασαν τα στοιχεία περισσότερων από 1.160 ηλικιωμένων, με στόχο να εξετάσουν τη σχέση μεταξύ της οσφρητικής ικανότητας και του συνδρόμου ευθραυστότητας.
Στο πλαίσιο της μελέτης, η ερευνητική ομάδα εξέτασε δύο επίπεδα όσφρησης, την οσφρητική ευαισθησία, δηλαδή την ικανότητα να εντοπίζουμε μια μυρωδιά και την οσφρητική ικανότητα, δηλαδή τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε σε τι αντιστοιχεί αυτή η μυρωδιά. Παράλληλα, οι μελετητές αξιοποίησαν τους δύο συχνότερους χρησιμοποιούμενους δείκτες εκτίμησης της ευθραυστότητας, τον φαινότυπο της ευθραυστότητας και το δείκτη της ευθραυστότητας.
Ο «φαινότυπος» της ευθραυστότητας ορίζει την ευθραυστότητα σαν ένα αυτοτελές σύνδροµο µε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως αδυναµία, βραδύτητα, εξάντληση, απώλεια βάρους και άλλα. Ο «δείκτης ευθραυστότητας», από την άλλη, δεν καθορίζει τα χαρακτηριστικά της ευθραυστότητας, αλλά υπολογίζει καλύτερα τις πιθανότητες αρνητικής έκβασης. Υπολογίζεται µετρώντας των αριθµό των διαταραχών που συνυπάρχουν σε έναν ασθενή σε σχέση µε µια βάση αναφοράς περίπου 80 διαταραχών.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που κατατάσσονταν στην κατηγορία του πιο αδύναμου φαινοτύπου ευθραυστότητας είχαν χαμηλότερες βαθμολογίες τόσο οσφρητικής αναγνώρισης, όσο και ευαισθησίας. Από την άλλη, οι συμμετέχοντες που κατατάσσονταν στην κατηγορία του δείκτη ευθραυστότητας κατέγραψαν χειρότερες επιδόσεις οσφρητικής αναγνώρισης αλλά όχι κακές βαθμολογίες οσφρητικής ευαισθησίας.
«Τόσο η οσφρητική ευαισθησία όσο και η οσφρητική αναγνώριση σχετίζονται με την ευθραυστότητα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η οσφρητική ικανότητα θα μπορούσε να αποτελέσει προγνωστικό δείκτη για το σύνδρομο ευθραυστότητας», επισημαίνουν οι μελετητές.