Quantcast

Παχυσαρκία: Τελικά πόσο βλάπτει να τρώμε αργά το βράδυ;

Εθελοντές που κλήθηκαν να τρώνε το τελευταίο γεύμα τους τις νυχτερινές ώρες κατανάλωναν κατά μέσο όρο περισσότερες θερμίδες

Η συμβουλή να αποφεύγουμε τις νυχτερινές επιδρομές στο ψυγείο δείχνει να δικαιώνεται από αμερικανική μελέτη που διαπίστωσε ότι η ώρα του φαγητού επηρεάζει σημαντικά τον κίνδυνο παχυσαρκίας.

Εθελοντές που κλήθηκαν να τρώνε το τελευταίο γεύμα τους τις νυχτερινές ώρες κατανάλωναν κατά μέσο όρο περισσότερες θερμίδες, έκαιγαν λιγότερες θερμίδες στη διάρκεια της ημέρας και παρουσίαζαν βιοχημικές μεταβολές στον λιπώδη ιστό οι οποίες ενθαρρύνουν την αποθήκευση λίπους, αναφέρουν αμερικανοί ερευνητές στην έγκριτη επιθεώρηση Cell Metabolism.

 

Η μελέτη είχε σχετικά μικρό δείγμα, μόλις 16 εθελοντές, βρίσκεται όμως σε συμφωνία με προηγούμενες έρευνες για το θέμα. Επιπλέον, η νέα μελέτη πραγματοποιήθηκε σε αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες και απέκλεισε έτσι άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως το είδος των τροφίμων και η ώρα κατάκλισης.

«Προηγούμενες έρευνες, δικές μας και από άλλες ερευνητικές ομάδες, είχαν δείξει ότι το φαγητό αργά το βράδυ σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας, αυξημένο σωματικό λίπος και μειωμένη πιθανότητα επιτυχούς απώλειας βάρους. Θέλαμε να μάθουμε το γιατί» λέει ο δρ Φρανκ Σιρ, μέλος της ερευνητικής ομάδας στο Νοσοκομείο «Μπριγκχαμ» της Βοστόνης, ένα από τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία του Χάρβαρντ.

Ελεγχόμενες συνθήκες

Στη μελέτη συμμετείχαν 16 άτομα με δείκτη μάζα σώματος στο εύρος του υπέρβαρου ή του παχύσαρκου. Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, οι οποίες ακολουθούσαν ακριβώς την ίδια διατροφή αλλά με τέσσερις ώρες διαφορά.

Προκειμένου να αποκλειστούν άλλοι παράγοντες, όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κοιμούνται και να ξυπνούν τις ίδιες ώρες τις τελευταίες δύο εβδομάδες μετά την έναρξηη της δοκιμής. Τις τελευταίες τρεις ημέρες πριν από την έναρξη, κλήθηκαν να καταναλώνουν ακριβώς τα ίδια τρόφιμα και τις ίδιες ώρες της ημέρας.

Στο εργαστήριο, οι εθελοντές συμπλήρωναν ανά τακτά διαστήματα ερωτηματολόγια για τα επίπεδα πείνας. Έδιναν επίσης δείγματα αίματος και υποβάλλονταν σε μετρήσεις της σωματικής θερμοκρασίας και του ρυθμού δαπάνης ενέργειας. Ορισμένοι συμμετέχοντες, τέλος, υποβλήθηκαν σε βιοψίες λιπώδους ιστού για βιοχημικές αναλύσεις.

Οι μετρήσεις αποκάλυψαν ότι οι εθελοντές που έτρωγαν αργότερα παρουσίαζαν σημαντικές μεταβολές στα επίπεδα της λεπτίνης και της γκρελίνης, ορμονών που ρυθμίζουν την όρεξη. Τα επίπεδα της λεπτίνης, η οποία συνδέεται με το αίσθημα του κορεσμού, ήταν μειωμένη όλο το 24ωρο στην ομάδα του αργοπορημένου δείπνου.

Η ίδια ομάδα δαπανούσε επίσης θερμίδες με χαμηλότερο ρυθμό και παρουσίαζε μεταβολές της γονιδιακής δραστηριότητας που σχετίζονται με μείωση της λιπόλυσης και αύξησης της σύνθεσης νέου λίπους.

Οι ερευνητές αναγνωρίζουν πάντως την ανάγκη μελετών σε μεγαλύτερα δείγματα ανθρώπων, οι οποίες θα πρέπει μεταξύ άλλων να συμπεριλάβουν περισσότερες γυναίκες. Η τελευταία μελέτη συμπεριέλαβε μόνο πέντε, καθώς οι ερευνητές ήθελαν να σταθμίσουν τα αποτελέσματα με βάση τον έμμηνο κύκλο, κάτι που σήμαινε ότι η εγγραφή γυναικών ήταν πιο δύσκολη.

«Σε μελέτες μεγαλύτερης κλίμακας», επισήμανε ο Σιρ, «ο αυστηρός έλεγχος όλων των παραγόντων [που μπορεί να επηρεάζουν τα αποτελέσματα] μπορεί να μην είναι εφικτός, τουλάχιστον όμως πρέπει να ληφθούν υπόψη πώς άλλες περιβαλλοντικές και συμπεριφορικές μεταβλητές επηρεάζουν τα βιολογικά μονοπάτια που κρύβονται πίσω από τον κίνδυνο παχυσαρκίας».