Η χρήση των αντιβιοτικών αναδεικνυέται σε δίκοπο μαχαίρι για την ίαση των ουρολοιμώξεων, καθώς μπορούν να δημιουργήσουν έναν φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων του ουροποιητικού, που αφορούν σε περίπου το ένα τέταρτο των γυναικών. Οι αιτίες πίσω από τις υποτροπές δεν ήταν ξεκάθαρες μέχρι σήμερα και εκεί στόχευσε η νεότερη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Nature Microbiology.
Eιδικότερα, η συχνή χρήση των αντιβιοτικών διαταράσσει το εντερικό μικροβίωμα, εξαντλώντας τα καλά βακτήρια και δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν και οι συνεχόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού. Η σύνθεση αυτών των βακτηρίων επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, από τη διατροφή μέχρι τη χρήση αντιβιοτικών. Είναι γεγονός, όμως, ότι το μικροβίωμα παίζει σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία των ζωτικών λειτουργιών και του ανοσοποιητικού συστήματος.
Από την άλλη, στο έντερο μπορούν επίσης να συσσωρευτούν ορισμένα βακτήρια που προκαλούν τις περισσότερες ουρολοιμώξεις, όπως το E. coli. Επομένως, η απορρύθμιση του μικροβιώματος θα μπορούσε να προδιαθέσει ορισμένες γυναίκες σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Το ερευνητικό περιεχόμενο και τα συμπεράσματα
Ο επικεφαλής ερευνητής Scott Hultgren, καθηγητής μοριακής μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις και η ομάδα του εξέτασαν 31 γυναίκες ηλικίας 18 έως 45 ετών. Περίπου οι μισές από αυτές, οι 15, παρουσίασαν τρεις ή και περισσότερες υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος και ούρων, καθώς και μηνιαία δείγματα κοπράνων. Μέσα σε αυτή την χρονική περίοδο, εκδηλώθηκαν 24 επιπλέον ουρολοιμώξεις στις γυναίκες που υπέφεραν από επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις και συνήθως λάμβαναν θεραπεία με αντιβιοτικά.
Συνολικά, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις παρουσιάζαν σημαντικές διαφορές στο εντερικό τους μικροβίωμα. Πιο συγκεκριμένα, δεν είχαν τόσο μεγάλη ποικιλομορφία στα καλά βακτήρια και συνάμα μικρότερη συγκέντρωση των βακτηρίων που παράγουν βουτυρικό οξύ, το οξύ δηλαδή που ρυθμίζει τη φλεγμονή.
Αντίστοιχα, όμως, και οι γυναίκες στην ομάδα σύγκρισης ήταν εξίσου πιθανό να συσσωρεύσουν βακτήρια E. coli στο έντερο, ένας από τους παράγοντες κινδύνου για την ουρολοίμωξη, με τη σημαντική διαφορά ήταν ότι δεν εμφάνισαν ουρολοίμωξη.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματά τους, όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι συμμετέχουσες που δεν εκδήλωσαν την ουρολοίμωξη ήταν σε θέση να ελέγξουν τα «κακά» βακτήρια λόγω του ισορροπημένου εντερικού μικροβιώματος, σε αντίθεση με τις γυναίκες που εμφάνιζαν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις λόγω των διαταραχών της εντερικής μικροχλωρίδας.
Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με την Ashlee Earl, συνερευνήτρια στη μελέτη, δεν είναι ξεκάθαρος ο παράγοντας που πυροδοτεί τις ουρολοιμώξεις: ήταν η πρώτη αντιβίωση για τη θεραπεία της ουρολοίμωξης ή ενδεχομένως προϋπήρχε κάποια διαταραχή του μικροβιώματος που οδήγησε τις γυναίκες στην πρώτη ουρολοίμωξη και η αντιβιοτική αγωγή επιδείνωσε την κατάσταση;
«Επιδιώκουμε να αναπτύξουμε νέες συνθέσεις για την εξάλειψη του E. coli, διατηρώντας παράλληλα ανέπαφο το μικροβίωμα του εντέρου», σημειώνει ο δρ. Hultgren. Μία τέτοια ένωση, με βάση τη μαννοσίδη, βρίσκεται ήδη υπό κλινική μελέτη. Προς το παρόν, ωστόσο, είναι άγνωστο εάν τυχόν αλλαγές στη διατροφή ή τα προβιοτικά μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη των επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων.