Η χρήση ασπιρίνης σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας στους ανθρώπους που έχουν τουλάχιστον έναν παράγοντα προδιάθεσης γι’ αυτήν την πάθηση, σύμφωνα με μία νέα μεγάλη επιστημονική μελέτη, την πρώτη που κάνει αυτήν τη συσχέτιση. Σε αυτούς τους παράγοντες ανήκουν το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υπέρταση, η υψηλή χοληστερίνη, ο διαβήτης και η καρδιαγγειακή νόσος.
Η επίδραση της ασπιρίνης στην καρδιακή ανεπάρκεια αποτελούσε έως τώρα ένα αμφιλεγόμενο θέμα. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μπλέριμ Μουτζάτζ του γερμανικού Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «ESC Heart Failure» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για 30.827 άτομα από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, με μέση ηλικία 67 ετών και με σχετικά αυξημένο κίνδυνο για να εμφανίσουν καρδιακή ανεπάρκεια.
Οι 7.700 (ποσοστό 25%) έπαιρναν ασπιρίνη, ενώ σε βάθος πενταετίας 1.330 άτομα εμφάνισαν καρδιακή ανεπάρκεια. Η ανάλυση έδειξε ότι όσοι έπαιρναν ασπιρίνη είχαν 26% μεγαλύτερο κίνδυνο για διάγνωση καρδιακής ανεπάρκειας. Στους ανθρώπους χωρίς καρδιαγγειακή νόσο ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας λόγω χρήσης ασπιρίνης ήταν αυξημένος κατά 27%.
«Είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει ότι ανάμεσα στα άτομα με τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου για καρδιακή ανεπάρκεια, όσοι παίρνουν ασπιρίνη, είναι πιθανότερο να αναπτύξουν στη συνέχεια αυτήν την πάθηση, σε σχέση με όσους δεν παίρνουν ασπιρίνη. Μολονότι τα ευρήματα χρειάζονται επιβεβαίωση, δείχνουν ότι η πιθανή σχέση ανάμεσα στην ασπιρίνη και στην καρδιακή ανεπάρκεια πρέπει να διευκρινιστεί», δήλωσε ο Μουτζάτζ.
«Μεγάλες διεθνείς τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες σε ενήλικες με κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας χρειάζονται για να επαληθεύσουν αυτά τα αποτελέσματα. Όμως έως τότε οι παρατηρήσεις μας δείχνουν ότι η ασπιρίνη πρέπει να συνταγογραφείται με επιφύλαξη σε όσους ήδη έχουν καρδιακή ανεπάρκεια ή παράγοντες κινδύνου για να την εμφανίσουν», πρόσθεσε.