Quantcast

Mελέτη για τον Κορωνοϊό – Κάθε πότε θα πρέπει να εμβολιαζόμαστε

Ιδανική η λήψη ενισχυτικού εμβολίου κάθε έξι μήνες ή κάθε χρόνο ενάντια στον SARS-CoV-2, σύμφωνα με νέα μελέτη που αποτυπώνει τον κίνδυνο μόλυνσης ανάλογα με το χρονικό πλαίσιο του ενισχυτικού εμβολιασμού

Παρότι βρισκόμαστε ακόμη αντιμέτωποι με συνεχή ξεσπάσματα του SARS-CoV-2 και με τον αδιάκοπο φόβο για νέα πανδημικά κύματα εξαιτίας των καινούργιων παραλλαγών του ιού που αναδύονται, τα εμβόλια και οι ενισχυτικές δόσεις τους έχουν αποδειχθεί και συνεχίζουν να αποδεικνύονται «ασπίδα» ενάντια στην COVID-19 αποτρέποντας μολύνσεις, νοσηλείες, σοβαρή νόσηση και θανάτους, σύμφωνα με τους ειδικούς. Ωστόσο η προστασία που παρέχουν μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το κάθε πότε θα χρειάζεται να λαμβάνουμε ενισχυτικό εμβόλιο ενάντια στον SARS-CoV-2.

Χορήγηση σε ετήσια βάση

Τώρα ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής ειδικούς της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ και του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας στη Σάρλοτ αναφέρει ότι έχει μια απάντηση στο ερώτημα εκατομμυρίων ανθρώπων: σύμφωνα με μελέτη της, όταν τα επικαιροποιημένα ενισχυτικά εμβόλια χορηγούνται σε ετήσια βάση ή κάθε δύο χρόνια μειώνεται σημαντικά ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος λοίμωξης με COVID-19.

Τριπλασιασμός κινδύνου λοίμωξης χωρίς ενισχυτικό εμβόλιο

Oι ερευνητές είδαν επίσης ότι η μη λήψη επικαιροποιημένου ενισχυτικού εμβολίου τριπλασιάζει τον κίνδυνο μελλοντικής λοίμωξης σε σύγκριση με τον ετήσιο ενισχυτικό εμβολιασμό, όπως ανέφεραν στην επιθεώρηση «Journal of Medical Virology». Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που ποσοτικοποιεί τη μακροπρόθεσμη πιθανότητα μελλοντικής λοίμωξης μετά από τη χορήγηση των επικαιροποιημένων mRNA εμβολίων των Pfizer/BioNTech ή της Moderna.

«Ο κίνδυνος μελλοντικής λοίμωξης συνδέεται στενά με τη χρονική στιγμή της λήψης ενισχυτικού εμβολίου» ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της μελέτης Τζέφρι Τάουνσεντ, καθηγητής Βιοστατιστικής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Γέιλ και καθηγητής Οικολογίας και Εξελικτικής Βιολογίας στο Τμήμα Τεχνών και Επιστημών του Γέιλ και προσέθεσε: «Το να περιμένει κάποιος ενάμιση χρόνο προτού λάβει ενισχυτικό εμβόλιο διπλασιάζει τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο μόλυνσης σε σύγκριση με το αν υποβάλλεται σε ενισχυτικό εμβολιασμό μια φορά τον χρόνο».

Η προστασία από τη μόλυνση απαιτεί λήψη επικαιροποιημένων εμβολίων προκειμένου να καλύπτουν τις μεταλλάξεις που υφίσταται ο ιός στο πλαίσιο της εξέλιξής του σε μάκρος χρόνου, σημειώνουν οι ερευνητές στη μελέτη τους.

Απαραίτητη η συνέχιση ανάπτυξης επικαιροποιημένων εμβολίων

«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι βρισκόμαστε σε έναν συνεχή αγώνα με έναν εξελισσόμενο ιό» ανέφερε ο Αλεξ Ντόρνμπεργκ, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στη Σάρλοτ, που ήταν συνεπικεφαλής της μελέτης με τον καθηγητή Τάουνσεντ. «Οπως έχουμε δει μέχρι τώρα με τα προηγούμενα εμβόλια, χρειάζεται να συνεχίσουμε να επικαιροποιούμε τα ενισχυτικά εμβόλια ώστε να καλύπτουν τα στελέχη του ιού που κυκλοφορούν σε κάθε χρονική περίοδο. Χορηγούμε ήδη σε ετήσια βάση εμβόλια για τη γρίπη και η τεχνολογία mRNA μπορεί να καταστήσει τους επικαιροποιημένους εμβολιασμούς δυνατούς ακόμη ταχύτερα».

Εμβολιασμός κάθε έξι μήνες η ισχυρότερη «ασπίδα»

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η χορήγηση ενισχυτικού εμβολίου κάθε έξι μήνες παρέχει πολύ ισχυρή προστασία από τη μόλυνση με τον SARS-CoV-2. Υπολογίστηκε ότι μόνο ένα στα 10 άτομα που θα λάμβανε επικαιροποιημένο εμβόλιο κάθε έξι μήνες θα μολυνόταν με τον ιό σε μια περίοδο έξι ετών.

Από την ανάλυση προέκυψε επίσης ότι τρία στα δέκα άτομα θα μολύνονταν με τον ιό αν λάμβαναν επικαιροποιημένο εμβόλιο κάθε χρόνο – η αναλογία αυτή έφθανε σε εννέα στα 10 άτομα για όσους δεν θα λάμβαναν καμία ενισχυτική δόση.

Αναγκαία η μελέτη ασθενών με μειωμένη ανοσολογική απόκριση

«Τα αποτελέσματα αυτά βασίζονται σε έναν τυπικό άνθρωπο με μια τυπική απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος μετά τον ενισχυτικό εμβολιασμό» σημείωσε ο δρ Τάουνσεντ και κατέληξε αναφέροντας ότι «ένα σημαντικό επόμενο βήμα θα ήταν να μετρήσουμε τα οφέλη του τακτικού ενισχυτικού εμβολιασμού σε άτομα που δεν έχουν μια μέση ανοσολογική απόκριση όπως εκείνα που υποβάλλονται σε χημειοθεραπείες, που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα ή που αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα με το ανοσοποιητικό σύστημά τους».