Την ώρα που η Δανία αφήνει πίσω της όλους τους περιορισμούς, ακόμα και τη χρήση μάσκας, και κηρύσσει το τέλος της πανδημίας στην Ελλάδα μετράμε καθημερινά δεκάδες θανάτους ενώ τα νοσοκομεία βρίσκονται εδώ και πολλούς μήνες στα όριά τους. Η κακή επιδημιολογική εικόνα της χώρας έχει καθυστερήσει την άρση των περιορισμών που τέθηκαν σε ισχύ πριν την Πρωτοχρονιά, ενώ οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το τέλος της πανδημίας αργεί, ενώ οι μάσκες θα μας συντροφεύουν πολύ καιρό.
Εκτός από τη Δανία και άλλες χώρες καταργούν τους περιορισμούς και τις μάσκες αλλά η Σκανδιναβική χώρα ήταν η πρώτη που έκανε αυτό το βήμα ανακοινώνοντας την επιστροφή σε μία προ covid εποχή. Κατά πόσο αυτή η επιλογή θα αποδειχτεί σωστή, μένει να αποδειχθεί. Ωστόσο, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς γιατί η εικόνα της Ελλάδα απέχει τόσο πολύ από αυτή της Δανίας.
Πέρα από τις μεγάλες και γνωστές διαφορές στα συστήματα υγείας των δύο χωρών ο Γρηγόρης Εφραιμίδης, ενδοκρινολόγος στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Rigshospitalet της Κοπεγχάγης, εντοπίζει και άλλες σημαντικούς παράγοντες που οι δύο χώρες παρουσιάζουν τόσο διαφορετική επιδημιολογική εικόνα.
Ο κ. Εφραιμίδης σημειώνει ότι η κυριότερη διαφορά έγκειται στο επίπεδο σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολίτη που στη Δανία είναι πολύ υψηλό σε αντίθεση με την Ελλάδα.
Όπως αναφέρει ο κ. Εφραιμίδης σε συνέντευξή του στο iatronet.gr, εξαρχής η Δανία κράτησε μία τελείως διαφορετική στάση στη λήψη περιοριστικών μέτρων όπως και στην πολιτική των εμβολιασμών ενώ υποστηρίζει πως το παιχνίδι χάθηκε εν πολλοίς στον χειρισμό του εμβολίου της AstraZeneca, που είχε ως αποτέλεσμα να «φουντώσει» το εμβολιαστικό κίνημα.
Οι διαφορές στα νούμερα
Την περασμένη Πέμπτη η Δανία, με περίπου τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας (5.800.000 κάτοικοι). κατέγραψε πάνω από 50.000 κρούσματα κοροναϊού, δυόμισι φορές περισσότερα από τα 19.000 της χώρας μας. Στη χώρα σημειώθηκαν και 29 θάνατοι, που δεν μπορούν να θεωρηθούν μια καλή επίδοση αναλογικά με το μέγεθος της χώρας. Από την αρχή της πανδημίας έχουν καταγραφεί 3.977 θάνατοι από COVID-19, έναντι 24.507 της Ελλάδας. Οι θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού είναι 683, έναντι 2.370 της χώρας μας. Οι νοσηλευόμενοι στις ΜΕΘ της Δανίας ήταν την Πέμπτη 33 στη Δανία και 516 στην Ελλάδα.
Η Δανία είχε κηρύξει το τέλος της πανδημίας και τον Σεπτέμβριο αλλά με την εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον αναγκάστηκε να πάρει εκ νέου περιοριστικά μέτρα. Έτσι κάποια καταστήματα και χώροι ψυχαγωγίας έκλεισαν εκ νέου, όπως και τα σχολεία δύο εβδομάδες πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων, ενώ η επίδειξη πιστοποιητικού και η χρήση μάσκας ήταν ξανά προϋπόθεση για την πρόσβαση σε κλειστούς χώρους. Από τις πρώτες μέρες του 2022 τα μέτρα άρχισαν να αίρονται σταδιακά, όσο γίνονταν γνωστό από τις εγχώριες και διεθνείς μελέτες ότι η Όμικρον είναι λιγότερο νοσογόνος.
Η διείσδυση και ραγδαία εξάπλωση της ακόμη πιο μεταδοτικής υποπαραλλαγής Όμικρον 2 αύξησε περαιτέρω τη διασπορά στα υψηλότερα επίπεδα από την αρχή της πανδημίας. Αυτό ωστόσο δεν στάθηκε εμπόδιο για την πλήρη άρση των μέτρων και την επίσημη κήρυξη της λήξης της πανδημίας, την 1η Φεβρουαρίου. Η εξέλιξη θα δείξει αν αυτή η απόφαση θα δικαιωθεί ή αν θα αποδειχθεί πρόωρη και υψηλού ρίσκου.
Πολλά κρούσματα και άδειες ΜΕΘ
«Οι αρμόδιες αρχές ανακοίνωσαν ότι αυτή τη στιγμή στη Δανία κυριαρχεί η Όμικρον σε ποσοστό 100%, ανεξάρτητα από τον υπότυπο. Δεν υπάρχει Δέλτα καθόλου. Παρόλο που η Όμικρον φέρνει πάρα πολλά κρούσματα, οι μονάδες είναι άδειες. Υπάρχει μια αύξηση στους νοσηλευόμενους, αλλά όχι στις ΜΕΘ, γεγονός που οδήγησε στην κήρυξη του τέλους, σε συνδυασμό και με τα πολύ ψηλά ποσοστά εμβολιασμού», επισημαίνει ο κ. Εφραιμίδης.
Πιέστηκε μόνο στο πρώτο κύμα
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι η σκανδιναβική χώρα δέχτηκε ουσιαστική πίεση από την πανδημία μόνο στο πρώτο της κύμα, το Μάρτιο του 2020, όταν η Ελλάδα ήταν σχεδόν στο απυρόβλητο. Ο ιός εισήλθε στη χώρα από τους Δανούς που επέστρεψαν από τις χειμερινές τους εξορμήσεις στην Ιταλία και στα χιονοδρομικά κέντρα της Ελβετίας. Τότε καταγράφηκε το peak της πίεσης στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ. Έκτοτε το σύστημα δεν ξαναπιέστηκε ποτέ σε μεγάλο βαθμό.
Δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας ούτε υποχρεωτικότητα
Τα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν κυρίως την πρώτη περίοδο και εφαρμόστηκαν κλιμακωτά. Στην περίοδο του lockdown δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά σύσταση για αποφυγή μη απαραίτητων μετακινήσεων, ενώ η χρήση μάσκας δεν επιβλήθηκε ποτέ σε εξωτερικούς χώρους.
«Η ειδοποιός διαφορά είναι η σχέση εμπιστοσύνης κράτους και πολίτη. Η πολιτεία παίρνει μέτρα λογικά και ζητάει από τον πολίτη να τα εφαρμόσει. Εκείνος, βλέποντας πως τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, δείχνει εμπιστοσύνη και τα εφαρμόζει. Δεν υπήρξε κανένα αλαλούμ, ήξεις αφήξεις και μπρος πίσω, ή ο ένας να λέει αυτό και ο άλλος να λέει το άλλο», παρατηρεί ο Έλληνας γιατρός και προσθέτει πως για τους ίδιους λόγους πέτυχε και το εμβολιαστικό πρόγραμμα.
«Έγινε πολύ καλή και στοχευμένη ενημέρωση. Υπήρξαν κάποιες ομάδες πληθυσμού οι οποίες δεν ήθελαν να εμβολιαστούν, κυρίως μετανάστες και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου στρώματα. Καταφέρανε να πείσουν την πλειοψηφία και αυτών, χωρίς να τεθεί ποτέ θέμα υποχρεωτικότητας. Στους δρόμους είχαμε αφίσες που έλεγαν ‘κάντε το εμβόλιο, είναι εθελοντικό’. Διαφήμιζαν το εθελοντικό».
Τι πήγε λάθος στην Ελλάδα
Ο κ. Εφραιμίδης παρακολουθεί με ανησυχία τα ρεκόρ θανάτων που συνεχίζει να καταγράφει η χώρα του. Πέρα από τις εγγενείς αδυναμίες του συστήματος υγείας, που δεν συγκρίνεται σε οργάνωση με αυτό των σκανδιναβικών κρατών, υποστηρίζει πως στην Ελλάδα πολλές από τις αποφάσεις είχαν τον χαρακτήρα επικοινωνιακής διαχείρισης, με τη λογική –όπως λέει- του ‘έκανα κάτι’, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Εντοπίζει, δε, ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στο εμβολιαστικό πρόγραμμα την διαχείριση του εμβολίου της AstraZeneca.
«Εκεί νομίζω χάθηκε το παιχνίδι. Η Δανία ήταν η πρώτη χώρα που είπε ότι κάτι συμβαίνει με αυτό το εμβόλιο και το πάγωσε. Την ώρα που η Δανία και άλλες χώρες έκαναν μια παύση για να δούνε τι γίνεται, στην Ελλάδα είπαν δεν πειράζει, θα συνεχίσουμε να το δίνουμε σε όλους», αναφέρει και συμπληρώνει: «Αυτό σε εκείνη τη φάση είχε λογική γιατί η Ελλάδα έβραζε και ήταν χίλιες φορές καλύτερο να εμβολιάσεις πολλούς και με Astra παίρνοντας το ρίσκο για κάποιες θρομβώσεις, από το να συνεχίσει να μεταδίδεται ο ιός ανεξέλεγκτα και να χάσεις πολλαπλάσιους. Όμως δεν έγινε σωστή επικοινωνία γιατί μετά από μερικές εβδομάδες βγήκαν και το έκοψαν. Κι εκεί χάθηκε η εμπιστοσύνη. Έλεγε ο κόσμος γιατί με πίεζες επί τόσο καιρό ότι δεν τρέχει τίποτα με το Astra και τώρα ξαφνικά το σταματάς; Δόθηκε λάθος το μήνυμα και αυτό νομίζω ήταν το σημείο που μεγάλωσε το αντιεμβολιαστικό κίνημα».