Για πολλούς πλήρως εμβολιασμένους πολίτες σε αρκετές περιοχές του κόσμου, μεταξύ των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες, η εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα του κορωνοϊού επισκίασε το ανέμελο καλοκαίρι που ονειρεύονταν.
Όσοι είχαν αφήσει τις μάσκες στην άκρη πριν από μήνες, κλήθηκαν να τις επαναφέρουν, ενώ πολλοί εξακολουθούν να παραμένουν προσεκτικοί. Μερικοί, μάλιστα, έχουν επιστρέψει στο επίπεδο προφυλάξεων που λάμβαναν προτού εμβολιαστούν, αποφεύγοντας ακόμη και τις συναντήσεις με άλλους πλήρως εμβολιασμένους πολίτες.
Όπως τονίζει ο ιατρός – ερευνητής Κρεγκ Σπένσερ σε άρθρο του στο The Atlantic, αυτό που ακούει συχνά να λένε αρκετοί εμβολιασμένοι, δικαιολογώντας την αυξημένη επαγρύπνησή τους, είναι πως «τα εμβολιασμένα άτομα είναι εξίσου πιθανό να μεταδώσουν τον κορωνοϊό». Ο ίδιος κάνει λόγο για παρεξήγηση, σημειώνοντας ότι με αυτή τη θέση προκαλείται περιττός φόβος μεταξύ των εμβολιασμένων, ενώ παράλληλα υπονομεύεται η σημασία και η αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού.
Υπογραμμίζει, δε, ότι οι εμβολιασμένοι δεν είναι τόσο πιθανό να μεταδώσουν τον κορωνοϊό όσο οι μη εμβολιασμένοι, προσθέτοντας πως ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου έχει εμβολιαστεί πλήρως άνω του 50% του πληθυσμού, οι μη εμβολιασμένοι είναι υπεύθυνοι για τη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων μετάδοσης του ιού.
Όπως τονίζει, κατανοεί γιατί μπορεί να έχει δημιουργηθεί σύγχυση, υπενθυμίζοντας δηλώσεις αξιωματούχων στις ΗΠΑ, όπως η επικεφαλής των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάων (CDC), η οποία τον Απρίλιο είχε σημειώσει πως «οι εμβολιασμένοι δεν φέρουν τον ιό».
Ακολούθησαν ενστάσεις από επιστήμονες και ερευνητές, οι οποίοι προειδοποίησαν ότι δεν υπήρχαν αρκετά δεδομένα για να υποστηριχθεί αυτή η θέση. Όταν εμφανίστηκε η μετάλλαξη Δέλτα το καλοκαίρι και άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα, η συλλογική ανακούφιση μετατράπηκε σε απογοήτευση.
Το ξέσπασμα του ιού στο Προβινστάουν της Μασαχουσέτης -όπου 74% των 469 κρουσμάτων αφορούσε πλήρως εμβολιασμένους- οδήγησε το CDC σε αναθεώρηση των οδηγιών και την έκδοση μιας απογοητευτικής προειδοποίησης: Οι εμβολιασμένοι που φέρουν τη μετάλλαξη Δέλτα μπορούν να μεταδώσουν τον ιό το ίδιο με τους ανεμβολίαστους.
«Αν κάποιος δεν έχει μολυνθεί, δεν μπορεί να μεταδώσει τον κορωνοϊό»
Αρκετοί εμβολιασμένοι αναρωτήθηκαν τι σημαίνουν αυτά τα νέα για εκείνους, ειδικά από τη στιγμή που μέσα ενημέρωσης υπαινίσσονταν ότι οι εμβολιασμένοι είναι το ίδιο πιθανό να κολλήσουν και να μεταδώσουν την COVID-19 όσο και οι μη εμβολιασμένοι. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Δρ Σπένσερ, μέσα σε αυτό το πλαίσιο επισκιάστηκε ο πιο σημαντικός παράγοντας σε ο,τι αφορά τη μετάδοση του κορωνοϊού: Για να εξαπλωθεί η COVID-19, πρέπει κάποιος να έχει τον ιό. Και τα εμβολιασμένα άτομα είναι πολύ λιγότερο πιθανό να έχουν τον ιό.
Παρά την ανησυχία για εξασθένηση της ανοσίας, τα εμβόλια παρέχουν την καλύτερη προστασία απέναντι στη μόλυνση. Και αν κάποιος δεν έχει μολυνθεί, δεν μπορεί να μεταδώσει τον κοροναϊό. Είναι πραγματικά τόσο απλό, υπογραμμίζει ο Δρ Σπένσερ. Προσθέτει επίσης ότι ένα εμβολιασμένο άτομο, ακόμη και όταν νοσήσει, είναι πιθανότατα μεταδοτικό για μικρότερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τους μη εμβολιασμένους και ενδέχεται να φέρει λιγότερο μολυσματικό ιικό φορτίο συνολικά.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο εμβολιασμός περισσότερων ανθρώπων είναι ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της εξάπλωσης του κοροναϊού: Κάθε εμβολιασμένο άτομο βοηθά στον περιορισμό της ικανότητας του ιού να κρύβεται, να αναπαράγεται και να εξαπλώνεται.
Ο Δρ Σπένσερ παρατηρεί ότι μεταξύ των μη εμβολιασμένων, ο ιός ταξιδεύει ανεμπόδιστα σε έναν αυτοκινητόδρομο με πολλούς κόμβους και σταθμούς ανεφοδιασμού. Στα εμβολιασμένα άτομα, ο ιός χάνεται σε έναν λαβύρινθο που καταλήγει σε αδιέξοδα. Κάθε τόσο, ανακαλύπτει μια οδό διαφυγής, αλλά στα περισσότερα σενάρια, βρίσκεται αποκομμένος και το ταξίδι του τελειώνει, καθώς δεν μπορεί να πάει παραπέρα.
Αυτό, σύμφωνα με τον Δρ Σπένσερ, επιβεβαιώνεται από πρόσφατα στοιχεία από τη Νέα Υόρκη που δείχνουν ότι πάνω από το 96% των περιπτώσεων αφορά μη εμβολιασμένους. Μόνο το 0,33% των πλήρως εμβολιασμένων Νεοϋορκέζων έχουν διαγνωστεί με COVID-19, προσθέτει ο ίδιος.
Το παράδειγμα των δύο γάμων
Χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από τον πραγματικό κόσμο, φανταστείτε δύο γάμους με 100 καλεσμένους, έναν όπου όλοι είναι ανεμβολίαστοι και έναν όπου όλοι οι καλεσμένοι είναι εμβολιασμένοι.
Στον γάμο των ανεμβολίαστων, η πιθανότητα τουλάχιστον ένας από τους καλεσμένους να έχει COVID-19 είναι μεγάλη. Ομοίως, όλοι όσοι είναι παρόντες είναι πιο ευαίσθητοι και ο ιός πιθανότατα θα μολύνει πολλά άτομα, δεδομένης της αυξημένης μεταδοτικότητας της παραλλαγής Δέλτα.
Ωστόσο, στον γάμο με αποκλειστικά εμβολιασμένους καλεσμένους, η πιθανότητα κάποιος που είναι παρών να έχει COVID-19 είναι ελάχιστος. Ακόμα κι αν κάποιος που είναι παρών είναι μολυσμένος, η πιθανότητα οι άλλοι καλεσμένοι να προσβληθούν από τον ιό είναι αντίστοιχα χαμηλή, δεδομένης της προστασίας που παρέχουν τα εμβόλια τους, τονίζει ο Δρ Σπένσερ.
Όπως εξηγεί, αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η ανάγκη εμβολιασμού είναι τόσο σημαντική και γιατί οι εκδηλώσεις που αποκλείουν τους μη εμβολιασμένους είναι πολύ πιο ασφαλείς από αυτές που είναι ανοιχτές για όλους. Όλοι γνωρίζουν ότι το εμβόλιο προστατεύει αυτόν που το κάνει. Ωστόσο, όταν εμβολιάζονται περισσότεροι άνθρωποι, αυτό βοηθά να διατηρούνται ασφαλείς και όλοι οι άλλοι – συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και εκείνων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για εμβολιασμό.
Ο Δρ Σπένσερ σημειώνει ότι αξίζει να αναγνωριστεί πως, παρόλο που τα εμβόλια είναι η καλύτερη προστασία που έχουμε, δεν είναι τέλεια. Τονίζει ότι τα εμβολιασμένα άτομα ενδέχεται να νοσήσουν και σε αυτή την περίπτωση, μπορούν δυνητικά να μολύνουν άλλους. Ορισμένοι μπορεί επίσης να αναπτύξουν μακρά COVID, αν και ευτυχώς τα εμβόλια μειώνουν δραματικά και αυτόν τον κίνδυνο.
Για αυτούς τους λόγους, σε πολλές περιπτώσεις, μέτρα περιορισμού όπως η μάσκα εξακολουθούν να έχουν νόημα, συμβάλλοντας στον περιορισμό της εξάπλωσης, ακόμη και για τους εμβολιασμένους.