Στην ανακάλυψη ενός ελπιδοφόρου εισπνεόμενου εμβολίου κατά της COVID-19 προχώρησαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο McMaster του Καναδά. Η νέα αυτή μορφή του εμβολίου πήρε σάρκα και οστά στα εργαστήρια του Πανεπιστημίου όπου αποδείχθηκε πως το νέο εισπνεόμενο εμβόλιο ήταν ασφαλές όταν ελέγχθηκε σε ποντίκια παράγοντας ισχυρή ανοσολογική απόκριση.
«Η στόχευση των εμβολίων σε συγκεκριμένα ανατομικά σημεία του σώματος όπου η ανοσία είναι πιο σημαντική θα μπορούσε να επιφέρει πιο ανθεκτική και εκτεταμένη ανοσία από ότι τα ενέσιμα εμβόλια όταν ιδίως αφορούν σε ιώσεις του αναπνευστικού» τόνισε η Δρ. Amesh Adalja ερευνήτρια του Κέντρου για την Ασφάλεια της Υγείας Johns Hopkins, στη Βαλτιμόρη.
Το εισπνεόμενο εμβόλιο βρίσκεται στη φάση 1 της κλινικής δοκιμής του για να φανεί αν θα ενισχύσει την ανοσία σε υγιείς ενήλικες που έχουν ήδη εμβολιαστεί με τα mRNA εμβόλια. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Cell ενώ το εισπνεόμενο εμβόλιο, βάσει χρονοδιαγραμμάτος και εγκρίσεων ενδέχεται να κυκλοφορήσει εντός δύο ετών.
Για τη δημιουργία του εμβολίου οι Καναδοί ερευνητές χρησιμοποίησαν νεφελοποιητή – η συσκευή που υγροποιεί τον εισπνεόμενο αέρα και τον διοχετεύει στους πνεύμονες.
Εισπνεόμενο εμβόλιο, τα υπέρ
Τα ενέσιμα εμβόλια έχουν αναμφίβολη αποτελεσματικότητα, απλώς τα πολύτιμα αντισώματα «καθυστερούν» να φτάσουν τη μύτη και τους πνεύμονες στις πύλες εισόδου των αναπνευστικών λοιμώξεων στον οργανισμό και παράλληλα τα μέρη που απαιτούν την μεγαλύτερη προστασία όπως στην περίπτωση της COVID-19, τόνισε ο Matthew Miller, επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας και καθηγητής στο πανεπιστήμιο McMaster.
Υπερθεματίζοντας ο καθηγητής Miller, τόνισε πως η ανοσολογική απόκριση που έρχεται μετά το εισπνεόμενο εμβόλιο είναι πιο ικανή να αντιμετωπίσει τον ιό, αφού «στρατολογεί» κύτταρα του πνεύμονα, τα οποία δεν ενεργοποιούνται όταν το εμβόλιο είναι ενέσιμο. Παράλληλα η προστασία που προσφέρει είναι ακόμα πιο βαθιά στα πνευμόνια όπου ο κορωνοϊός προκαλεί τη μεγαλύτερη ζημιά.
Οι επιστήμονες μάλιστα τονίζουν πως με το εισπνεόμενο εμβόλιο, χρησιμοποιείται μικρότερη δόση με αποτέλεσμα να μπορεί να παραχθεί 100 φορές περισσότερο από ότι τα υπόλοιπα ενδομυϊκά εμβόλια ή να εμβολιαστούν περισσότεροι άνθρωποι στον ίδιο χρόνο.
Μάλιστα, για τους ειδικούς, τα εισπνεόμενα εμβόλια θα μπορούσαν να προωθήσουν το εμβολιαστικό πρόγραμμα όλων των χωρών ακόμα περισσότερο αφού δεν απαιτούν σύριγγες και βελόνες για την κατασκευή τους γεγονός που φοβίζει πολλά άτομα που αρνούνται ακόμα να εμβολιαστούν.
Πολλοί οι πατέρες του εισπνεόμενου εμβολίου
Ο καθηγητής Miller και οι συνεργάτες του δεν είναι οι μοναδικοί στην παραγωγή του εισπνεόμενου εμβολίου. Η ινδική εταιρεία Bharat Biotech ανέπτυξε σπρέι μύτης που μάχεται την COVID-19. Η εταιρεία έλαβε έγκριση τον Ιανουάριο του 2022 για να ξεκινήσει την τριτη φάση των κλινικών δοκιμών.
Στην ίδια λογική και η μελέτη που δημοσιεύθηκε από την ερευνητική ομάδα του πανεπιστήμιου Γέιλ, σύμφωνα με την οποία τα εμβόλια σε μορφή σπρέι μύτης θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανοσία της περιοχής και ιδίως του λαιμού.
Όπως όμως τονίζει η ομάδα του Πανεπιστήμιου του Καναδά, η εισπνεόμενη μορφή των εμβολίων έχει ένα ακόμα πλεονέκτημα. «Ενώ o στόχος της πρωτεϊνικής ακίδας ήταν κομβικής σημασίας για τα εμβόλια της πρώτης γενιάς, ωστόσο πλέον όλα αυτά θα πρέπει να ανανεωθούν».
«Πιστεύω ακράδαντα πως τα εισπνεόμενο εμβόλια θα είναι η επόμενη μεγάλη εφεύρεση στο σχεδιασμό των εμβολίων που υπόσχονται βελτίωσης της προστασίας των εμβολίων για πολλές αναπνευστικές παθήσεις όπως η γρίπη» κατέληξε ο καθηγητής Miller.