Χιλιάδες γονιδιακές παραλλαγές που δείχνουν να προδιαθέτουν για κάπνισμα και υψηλή κατανάλωση αλκοόλ αναγνωρίστηκαν στη μεγαλύτερη μελέτη του είδους της μέχρι σήμερα, αν και παραμένει ασαφές αν τα ευρήματα έχουν κλινική αξία.
Η μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature βασίστηκε σε γενετική σύγκριση ανάμεσα σε 3,4 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες, οι οποίες εστίαζαν σε άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, η νέα ανάλυση συμπεριέλαβε γενετικά δεδομένα και για ανθρώπους με καταγωγή από την Αφρική, την Αμερική και την Ανατολική Ασία.
«Αν μπορούμε να προβλέψουμε τον κίνδυνο εξάρτησης από την νικοτίνη ή το αλκοόλ χρησιμοποιώντας αυτές τις πληροφορίες, θα μπορούμε να παρέμβουμε έγκαιρα και να προλάβουμε δυνητικά πολλούς θανάτους» λέει στον δικτυακό τόπο του Nature ο Νταζιάνγκ Λιου, γενετιστής του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και μέλος της μεγάλης ερευνητικής ομάδας.
Στην πράξη, βέβαια, δεν υπάρχει εμπορικά διαθέσιμο γενετικό τεστ που να ελέγχει για όλες τις «ύποπτες» ποικιλομορφίες που αναγνωρίζει η μελέτη.
Το κάπνισμα και το αλκοόλ είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου, καρδιαγγειακών νοσημάτων και ψυχικών διαταραχών.
Και οι δύο αυτές συμπεριφορές επηρεάζονται από περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς παράγοντες, υπάρχουν ωστόσο ενδείξεις από προηγούμενες έρευνες ότι τα γονίδια επηρεάζουν την κατανάλωση νικοτίνης και αλκοολούχων ποτών.
Από τις 3.823 γενετικές παραλλαγές που αναγνωρίζει η νέα μελέτη, οι 39 σχετίζονται με την ηλικία έναρξης του καπνίσματος, 243 με την ημερήσια κατανάλωση καπνού και 849 με τον αριθμό των αλκοολούχων ποτών που καταναλώνονται σε εβδομαδιαία βάση,.
Παρόλο που ορισμένες από αυτές τις παραλλαγές βρέθηκαν να σχετίζονται με το αλκοόλ και το κάπνισμα μόνο σε ορισμένες εθνοτικές ομάδες, οι περισσότερες φαίνεται πως έχουν την ίδια επίδραση ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης.
Τα ευρήματα ίσως τελικά βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση της βιολογίας του εθισμού.
Οι ερευνητές, πάντως, αναγνωρίζουν ότι το στατιστικό δείγμα θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να καλύπτει και άλλες εθνοτικές ομάδες.
Όπως λέει ο δρ Λιου, «σε επόμενες φάσεις της μελέτης ελπίζουμε σε συνεργασία με άλλους ερευνητές που έχουν πρόσβαση σε επιπλέον σετ δεδομένων».