Quantcast

Η «stealth» υποπαραλλαγή της Όμικρον δεν συνιστά αιτίας σοβαρής ανησυχίας, εκτιμούν ειδικοί

H «Omicron 2» μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση των κρουσμάτων αλλά είναι απίθανο να δημιουργήσει «ύπουλα» ένα νέο καταστροφικό επιδημικό κύμα

Η υποπαραλλαγή της Omicron με την επιστημονική ονομασία ΒΑ.2, γνωστή ευρύτερα και ως “stealth” ή Omicron 2, η οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος σε αρκετές χώρες, δεν συνιστά αιτία σοβαρής ανησυχίας, καθώς είναι απίθανο να δημιουργήσει “ύπουλα” ένα νέο καταστροφικό επιδημικό κύμα και να αλλάξει ξανά την πορεία της πανδημίας. Δεν φαίνεται να προκαλεί πιο σοβαρή νόσο ούτε να αυξάνει τον κίνδυνο νοσηλείας, ενώ τα εμβόλια Covid-19 είναι εξίσου αποτελεσματικά απέναντι της, όπως και με τις προηγούμενες παραλλαγές, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ασφάλεια Υγείας της Βρετανίας.

Όμως, επειδή η ΒΑ.2 φαίνεται ακόμη πιο μεταδοτική από την αρχική Omicron (μιάμιση φορά περισσότερο σε σχέση με την κυρίαρχη υποπαραλλαγή ΒΑ.1, σύμφωνα με Δανούς επιστήμονες), μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση των κρουσμάτων σε μεγάλο μέρος του κόσμου και άρα να παρατείνει τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτή είναι συνοπτικά η έως τώρα εικόνα που έχει η επιστημονική κοινότητα για τη ΒΑ.2, σύμφωνα με σχετικά δημοσιεύματα στους “Τάιμς της Νέας Υόρκης” και στο πρακτορείο Ρόιτερς.

“Είναι πιθανό να υπάρξει μια υψηλότερη κορύφωση κρουσμάτων στα μέρη όπου η πανδημία δεν έχει ακόμη κορυφωθεί και μία επιβράδυνση στην πτωτική τάση τους στις περιοχές που έχουν ήδη περάσει την κορύφωση της Omicron”, εκτίμησε ο ιολόγος δρ Τόμας Πίκοκ του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου.

Η ΒΑ.2 αποτελεί ένα από τα τέσσερα “παρακλάδια” της Omicron, μαζί με τις υποπαραλλαγές ΒΑ.1 (κυρίαρχη έως τώρα), ΒΑ.3 και ΒΑ.1.1.529. Η αρχική ανίχνευση της Omicron έγινε στη Νότια Αφρική πέρυσι το Νοέμβριο και μετά από λίγες εβδομάδες έγινε αντιληπτό ότι υπήρχαν διάφορες εκδοχές της Omicron, που η κάθε μία είχε μερικές κοινές μεταλλάξεις με τις άλλες, αλλά και μερικές μεταλλάξεις μοναδικές για κάθε υποπαραλλαγή. Οι αρχικές μολύνσεις της Omicron αφορούσαν τη ΒΑ.1, με τη ΒΑ.2 να είναι σπανιότερη και τη ΒΑ.3 ακόμη πιο σπάνια. Η τελευταία φαίνεται να προήλθε από τη μόλυνση του ίδιου ατόμου με ΒΑ.1 και ΒΑ.2, με αποτέλεσμα τα γονίδια τους να βρουν ευκαιρία ανάμιξης και έτσι να δημιουργηθεί μια νέα “υβριδική” παραλλαγή του κορωνοϊού.

Σε πρώτη φάση η ΒΑ.1 ξεπερνούσε τις άλλες με συχνότητα κρουσμάτων 1.000 προς 1. Τις τελευταίες όμως εβδομάδες η ΒΑ.2 έχει γίνει συχνότερη σε χώρες όπως η Δανία (όπου πια αποτελεί το 65% των κρουσμάτων σύμφωνα με το Ινστιτούτο Staten Serum και το 82% σύμφωνα με τον υπολογιστικό ιολόγο Τρέβορ Μπέντφορντ του αμερικανικού Κέντρου Fred Hutchinson), στη Βρετανία (όπου είναι το 9% και αναπτύσσεται ταχύτερα σε σχέση με τη ΒΑ.1) και στις ΗΠΑ (όπου αποτελεί τουλάχιστον το 8% των κρουσμάτων και το ποσοστό αυτό αυξάνει επίσης γρήγορα).

“Είμαι αρκετά βέβαιος ότι η ΒΑ.2 θα γίνει κυρίαρχη στις ΗΠΑ, αλλά δεν γνωρίζω ακόμη τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πανδημία”, δήλωσε ο επιδημιολόγος Νέιθαν Γκρουμπάου της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γιέηλ. Εκτίμησε ως πιθανότερο σενάριο ότι η ΒΑ.2 δεν θα προκαλέσει ένα νέο μεγάλο κύμα, αλλά τα κρούσματα της Omicron θα συνεχίσουν να μειώνονται τις επόμενες εβδομάδες, χωρίς πάντως να αποκλείεται μια πρόσκαιρη αύξηση τους, ενώ πιθανό επίσης είναι η ΒΑ.2 να επιβραδύνει την πτωτική τάση τους.

Η Omicron – με όλες τις υποπαραλλαγές της – είναι σήμερα η αιτία για σχεδόν όλες τις νέες μολύνσεις από κορωνοϊό παγκοσμίως. Στις 25 Ιανουαρίου, σύμφωνα με τις γενετικές αναλύσεις δειγμάτων που είχαν κατατεθεί στη διεθνή βάση δεδομένων GISAID, η ΒΑ.1 ευθυνόταν για το 98,8% από αυτές τις μολύνσεις.

Ένα κρίσιμο ερώτημα, προς το παρόν αναπάντητο, είναι κατά πόσο όσοι έχουν μολυνθεί από την έως τώρα κυρίαρχη υποπαραλλαγή ΒΑ.1 της Omicron, κινδυνεύουν να μολυνθούν και από τη ΒΑ.2 ή είναι προστατευμένοι απέναντι της. Αν δεν είναι, τότε σύμφωνα με τον λοιμωξιολόγο δρα Έγκον Όζερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Northwestern του Σικάγο, “μπορεί να υπάρξει ένα είδος κύματος κρουσμάτων που θα μοιάζει με την διπλή καμπούρα της καμήλας, αλλά είναι ακόμη νωρίς για να ξέρουμε τι θα συμβεί”. Το καλό νέο πάντως, τόνισε, είναι ότι “τα εμβόλια και οι ενισχυτικές δόσεις θα συνεχίσουν να κρατούν τους ανθρώπους μακριά από το νοσοκομείο και θα τους προστατεύουν από τον θάνατο”.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ