Η καθιστική ζωή κοστίζει 130 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο

«Κατά το έτος 1990 συνολικά 859.000 Έλληνες εμφάνιζαν τις ως άνω ασθένειες, ενώ ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα περίπου 1,5 εκατ. άτομα το 2019»

Η παγκόσμια ημέρα Σωματικής Δραστηριότητας φέρνει σε πρώτο πλάνο τις συνέπειες της καθιστικής ζωής στη σωματική και ψυχική υγεία.

 

Κάθε χρόνο στις 6 Απριλίου επιστήμονες δίνουν έμφαση στην ανάγκη αλλαγής συνηθειών, καθώς ο αριθμός των παχύσαρκων ανθρώπων στην Ελλάδα παραμένει υψηλός.

Σε δηλώσεις του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο ομότιμος καθηγητής και τ. πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η Άσκηση είναι Φάρμακο-Ελλάς» Δρ Γιάννης Κουτεντάκης, «η άναρχη αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού αλλά και η βελτίωση της τεχνολογίας, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της σωματικής υποκινητικότητας».

Και προσθέτει: «Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία έχει αγγίξει το 68% (2018), με δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον. Αυτή όμως, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συνδέεται -μεταξύ πολλών άλλων- και με τη συχνότητα εμφάνισης όλων σχεδόν των μη μεταδιδόμενων ασθενειών».

«Επομένως, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον τα υψηλά επίπεδα υποκινητικότητας μεταφράζονται σε οικονομικό κόστος για τη χώρα» αναφέρει από τη μεριά του ο Δρ Ανδρέας Φλουρής, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAMELab στο ίδιο πανεπιστήμιο. Όπως εξηγεί ο ίδιος, «πανελλαδική ανάλυση που έγινε στο εργαστήριό μας έδειξε ότι το εν λόγω κόστος για τα έτη 2000-2010 ήταν 1.02 δισ ευρώ, ενώ την περίοδο 2011-2019 αυξήθηκε στα 1,17 δισ. ευρώ».

Αύξηση σε καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικά και διαβήτη

«Ο υπολογισμός των οικονομικών επιπτώσεων της υποκινητικότητας ήταν μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία» εξηγεί ο Σωτήρης Χαρμπάς, ένας από τους συντελεστές της μελέτης.

Και σημειώνει: «Ακολουθήσαμε μία αναγνωρισμένη διεθνώς μεθοδολογία, η οποία συνδέει την υποκινητικότητα με τις πέντε πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες, δηλαδή τις καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια, τον διαβήτη, καθώς και τον καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου. Κατά το έτος 1990 συνολικά 859.000 Έλληνες εμφάνιζαν τις ως άνω ασθένειες, ενώ ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα περίπου 1,5 εκατ. άτομα το 2019».

Ο Δρ Φλουρής τονίζει επίσης, ότι «ενώ το ετήσιο κόστος της υποκινητικότητας στην ελληνική οικονομία για τις πέντε μη-μεταδιδόμενες ασθένειες που μελετήσαμε, ήταν 90 εκατ. ευρώ το έτος 2000 σταδιακά, αυξήθηκε φτάνοντας τα 131 εκατ. ευρώ το έτος 2019».

 

Το Παρατηρητήριο Υποκινητικότητας

«H δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Υποκινητικότητας κρίνεται απαραίτητη. Το εν λόγω παρατηρητήριο θα συλλέγει στοιχεία σε ετήσια βάση για τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας και θα υλοποιεί δράσεις με σκοπό την εξάλειψή της» εξηγεί ο Δρ Κουτεντάκης.

Και υπογραμμίζει: «Το Παρατηρητήριο Υποκινητικότητας θα έχει σημαντικό όφελος στην ελληνική κοινωνία, επιτυγχάνοντας μείωση στη καθιστική συμπεριφορά η οποία, εν συνεχεία, θα μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης των κορυφαίων μη μεταδοτικών ασθενειών»

Ο Δρ Φλουρής επισημαίνει ότι «αν κατά το έτος 2019 η υποκινητικότητα είχε εξαλειφθεί, η ελληνική οικονομία θα είχε επιπλέον οικονομικούς πόρους για να καλύψει αρκετές από τις ανάγκες της στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εθνικής άμυνας. Για παράδειγμα, κάθε χρόνο θα μπορούσαν να καλυφθούν τα έξοδα για 39 νέα σχολεία, ή ένα νέο νοσοκομείο, ή 180 νέα κρεβάτια ΜΕΘ, ή 202 πυροσβεστικά οχήματα».