Quantcast

Εξαπλώνεται η μικροβιακή αντοχή και σε απλές λοιμώξεις (Φώτο)

Αύξηση 15% στις λοιμώξεις από ανθεκτικά μικρόβια γονόρροιας, σαλμονέλας και κολοβακτηρίδιο την τελευταία εξαετία, ενώ 8% των νοσοκομειακών λοιμώξεων από κλεμπσιέλλα δεν ανταποκρίνονται σε κανένα αντιβιοτικό

Αυξάνονται τα ήδη ψηλά επίπεδα αντοχής σε μικρόβια που προκαλούν λοιμώξεις στο αίμα και απειλούν τη ζωή των νοσηλευόμενων ασθενών. Όμως ταυτόχρονα, αυξάνεται και η αντοχή κοινών μικροβίων που προκαλούν συνήθεις λοιμώξεις σε ασθενείς που μέχρι πρότινος αρκούσε να ακολουθήσουν τη θεραπεία τους παραμένοντας στο σπίτι τους.

Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται στη νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), η οποία περιλαμβάνει δεδομένα του 2020 από 87 χώρες.

Για πρώτη φορά, η έκθεση του Παγκόσμιου Συστήματος Παρακολούθησης Αντιμικροβιακής Αντίστασης και Χρήσης (GLASS) δίνει στοιχεία για τα ποσοστά μικροβιακής αντοχής στο πλαίσιο των εθνικών συστημάτων ελέγχου, τις τάσεις της μικροβιακής αντοχής από το 2017 και δεδομένα για την κατανάλωση αντιβιοτικών από πολίτες 27 χωρών. Στα έξι χρόνια που ακολούθησαν, η GLASS πέτυχε συμμετοχή από 127 χώρες με το 72% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Σύμφωνα με τα νεότερα δεδομένα, καταγράφονται υψηλά επίπεδα αντοχής, πάνω από 50%, σε βακτήρια που συχνά προκαλούν λοιμώξεις στο αίμα κατά τη νοσηλεία σε νοσοκομεία, όπως η κλεμπσιέλλα και το Acinetobacter. Αυτές οι απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις απαιτούν θεραπεία με αντιβιοτικά έσχατης λύσης, όπως οι καρβαπενέμες. Παρόλα αυτά, το 8% των λοιμώξεων από κλεμπσιέλλα που έχουν περάσει στο αίμα, διαπιστώθηκαν ανθεκτικές στις καρβαπενέμες, αυξάνοντας τον κίνδυνο θανάτου, καθώς η λοίμωξη που προκαλούν δεν είναι διαχειρίσιμη.

Acinetobacter σε καλλιέργεια

Κοινές λοιμώξεις

Οι κοινές βακτηριακές λοιμώξεις γίνονται όλο και πιο ανθεκτικές στις θεραπείες. Πάνω από το 60% των δειγμάτων του μικροβίου της γονόρροιας (Neisseria gonorrhea), της γνωστής σεξουαλικά μεταδιδόμενης ασθένειας, έχουν δείξει αντοχή σε ένα από τα πιο χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά από το στόμα, τη σιπροφλοξασίνη. Πάνω από το 20% των δειγμάτων E.coli – το πιο κοινό παθογόνο στις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος – ήταν ανθεκτικά τόσο σε φάρμακα πρώτης γραμμής (αμπικιλλίνη και κοτριμοξαζόλη) όσο και σε θεραπείες δεύτερης γραμμής (κινολόνες).

«Η μικροβιακή αντοχή υπονομεύει τη σύγχρονη ιατρική και θέτει εκατομμύρια ζωές σε κίνδυνο», δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ Δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, επισημαίνοντας ότι «Για να κατανοήσουμε πραγματικά την έκταση της παγκόσμιας απειλής και να δώσουμε μια αποτελεσματική απάντηση δημόσιας υγείας στη μικροβιακή αντοχή, πρέπει να αυξήσουμε τα μικροβιολογικά τεστ και να διαθέτουμε ποιοτικά δεδομένα από όλες τις χώρες, όχι μόνο τις πιο πλούσιες».

Neisseria gonorrhoea, το μικρόβιο της γονόρροιας

Αύξηση 15% σε γονόρροια, σαλμονέλα και κολοβακτηριδιο

Αν και οι περισσότερες τάσεις μικροβιακής αντίστασης παρέμειναν σταθερές τα τελευταία 4 χρόνια, οι λοιμώξεις στο αίμα από ανθεκτικά Escherichia coli και Salmonella και οι λοιμώξεις από ανθεκτική γονόρροια αυξήθηκαν κατά τουλάχιστον 15% από το 2017.

Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να εντοπιστούν οι λόγοι πίσω από την παρατηρούμενη αύξηση της μικροβιακής αντίστασης και σε ποιο βαθμό σχετίζεται με αυξημένες εισαγωγές στο νοσοκομείο και αυξημένες θεραπείες με αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Η πανδημία σήμαινε επίσης ότι αρκετές χώρες δεν ήταν σε θέση να αναφέρουν δεδομένα για το 2020.

Σαλμονέλα στο μικροσκόπιο

Ανθεκτικό κολοβακτηρίδιο και σταφυλόκοκκος

Νέες αναλύσεις δείχνουν ότι οι χώρες με λιγότερα μικροβιακά τεστ, κυρίως χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, είναι πιο πιθανό να αναφέρουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά μικροβιακής αντίστασης για τους περισσότερους συνδυασμούς «μικροβίου – φαρμάκου». Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι σε αυτές τις χώρες λίγα είναι τα νοσοκομεία που παρέχουν στοιχεία στο GLASS, αλλά και στο ότι στα νοσοκομεία αυτά καταφεύγουν οι πιο άρρωστοι ασθενείς που συνήθως έχουν ήδη πάρει αντιβίωση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα παγκόσμια διάμεσα επίπεδα μικροβιακής αντίστασης στο E. Coli που είναι 42% και στον ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη σταφυλόκοκκο – MRSA που είναι 35% και αποτελούν τους δύο δείκτες μικροβιακής αντοχής στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης. Όταν αντλήθηκαν δεδομένα μόνο από χώρες με μεγάλο αριθμό τεστ, τα επίπεδα μικροβιακής αντίστασης ήταν σημαντικά χαμηλότερα, στο 11% και 6,8%, αντίστοιχα.

Κολοβακτηρίδιο (e. coli) σε ινοβλάστες

Αντιβιοτικά ευρέος φάσματος

Όσον αφορά την κατανάλωση αντιβιοτικών σε ανθρώπους, το 65% του πληθυσμού σε 27 χώρες παίρνει αντιβιοτικά ευρέως φάσματος που όμως έχουν σχετικά χαμηλό κίνδυνο να προκαλέσουν μικροβιακή αντίσταση. Οι χώρες αυτές πληρούν το στόχο του ΠΟΥ ότι τουλάχιστον το 60% των αντιβιοτικών που καταναλώνονται προέρχονται από την ομάδα αντιβιοτικών «ACCESS», τα οποία σύμφωνα με την ταξινόμηση AWaRE  του ΠΟΥ είναι αποτελεσματικά στην ένα ευρύ φάσμα κοινών λοιμώξεων και έχουν σχετικά χαμηλό κίνδυνο δημιουργίας αντίστασης.

Τα ποσοστά μικροβιακής αντοχής παραμένουν δύσκολο να ερμηνευθούν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος λόγω των περιορισμένων τεστ και της μειωμένης εργαστηριακής ικανότητας. Για να ξεπεραστεί αυτό το κρίσιμο κενό, ο ΠΟΥ στοχεύει σε μια διττή προσέγγιση, κατά την οποία άμεσα θα αντληθούν δεδομένα μέσω ερευνών, ενώ μακροπρόθεσμα θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για τακτική παρακολούθηση. Αυτό συνεπάγεται αντιπροσωπευτικές έρευνες για την μικροβιακή αντοχή, ανάπτυξη πολιτικής και παρακολούθηση των παρεμβάσεων, αλλά και αύξηση των εργαστηρίων διασφάλισης ποιότητας που αναφέρουν αντιπροσωπευτικά δεδομένα μικροβιακής αντίστασης σε όλα τα επίπεδα του συστήματος υγείας.

Περισσότερα τεστ

Όπως επισημαίνει ο ΠΟΥ, η αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής απαιτεί ισχυρή δέσμευση από τις χώρες, οι οποίες καλούνται να ενισχύσουν την ικανότητα επιτήρησης και να παρέχουν ποιοτικά στοιχεία, ενώ παράλληλα χρειάζεται και ενεργή δράση από όλους τους ανθρώπους και τις κοινότητες. Ενισχύοντας τη συλλογή τυποποιημένων δεδομένων για τη μικροβιακή αντοχή, η επόμενη φάση του GLASS θα καταρτίσει αποτελεσματικές δράσεις για να σταματήσει η εξάπλωση της μικροβιακής αντοχής και να προστατευθεί η χρήση αντιβιοτικών για τις μελλοντικές γενιές.