Όσο περισσότερο καπνίζει ένας άνθρωπος άνω των 60 ετών τόσο χειρότερες είναι οι γνωστικές επιδόσεις του, όπως δείχνουν τα σχετικά τεστ, και αυτό άσχετα από άλλα πιθανά προβλήματα υγείας που μπορούν να επηρεάσουν τον εγκέφαλό του. Αυτό είναι το συμπέρασμα μίας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Νευρολογίας και Νευροεπιστήμης Νιλ Πάρικχ της Ιατρικής Σχολής Weill Cornell της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε διεθνές συνέδριο της American Stroke Association στη Νέα Ορλεάνη, ανέλυσαν στοιχεία για 3.244 άτομα με μέση ηλικία 69 ετών. Από αυτούς, το 77% είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση και το 24% διαβήτη τύπου 2, ενώ το 23% ήταν καπνιστές. Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τέσσερα τεστ αξιολόγησης της γνωστικής-νοητικής λειτουργίας τους (μνήμης, προσοχής, ταχύτητας επεξεργασίας πληροφοριών κ.ά.). Διαπιστώθηκε ότι όσοι κάπνιζαν περισσότερο είχαν σημαντικά χειρότερες επιδόσεις στα περισσότερα τεστ, σε βαθμό ανάλογο με εκείνους που είχαν υπέρταση ή διαβήτη.
Όπως ανέφερε ο καθηγητής Πάρικχ, «εκπλαγήκαμε που βρήκαμε ότι το κάπνισμα δεν δρα σε συνέργεια με την υψηλή πίεση ή τον διαβήτη τύπου 2 για να επηρεάσει τη γνωστική απόδοση. Τα ευρήματα δείχνουν ότι το κάπνισμα έχει από μόνο του αρκετά ισχυρή επίδραση στην υγεία του εγκεφάλου, ανεξάρτητα από άλλα προβλήματα υγείας. Αυτό σημαίνει ότι το κάπνισμα είναι κακό για την υγεία του εγκεφάλου ακόμη και για τους ανθρώπους που δεν έχουν άλλα προβλήματα υγείας, τα οποία τυπικά συνδέονται με την κακή υγεία του εγκεφάλου. Ένας άνθρωπος που καπνίζει τσιγάρα συχνά, αλλά κατά τα άλλα είναι υγιής, χωρίς διαβήτη τύπου 2 ή υπέρταση, παρ’ όλα αυτά αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο για κακή υγεία του εγκεφάλου του».
Αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, εγείρει αναπόφευκτα το ερώτημα εάν κάποιος με ήπια γνωστική διαταραχή κόψει το κάπνισμα, αυτό θα βοηθήσει ώστε να σταματήσει η επιδείνωση της γνωστικής δυσλειτουργίας του, η οποία -σε διαφορετική περίπτωση- μελλοντικά θα μπορούσε να εξελιχθεί σε άνοια.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ