Όλα τα εμβόλια, ιδίως τα mRNA, φαίνεται να παρέχουν έναν σημαντικό βαθμό προστασίας έναντι της βαριάς νόσησης, της νοσηλείας και του κινδύνου θανάτου λόγω της νόσου Covid-19 που έχει προκληθεί από τη νέα παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού.
Όμως, μόνο τα mRNA εμβόλια (Pfizer/BioNTech και Moderna), ιδίως όταν κάποιος έχει κάνει την τρίτη δόση, φαίνεται να έχουν επιτυχία στο να αποτρέπουν τη μόλυνση από τον ιό και την απλή λοίμωξη, σύμφωνα με τις πρώτες σχετικές μελέτες. Και δυστυχώς αυτά τα πιο εξελιγμένα εμβόλια δεν είναι διαθέσιμα στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, αλλά, κυρίως, μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες.
Τι έδειξαν τα προκαταρκτικά στοιχεία των ερευνών
Τα προκαταρκτικά στοιχεία των ερευνών δείχνουν ότι τα εμβόλια Covid-19 που δεν είναι mRNA και χρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες δεν προσφέρουν σχεδόν καμία άμυνα απέναντι στο να μολυνθεί κάποιος από την Όμικρον.
Αυτό, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», αφορά εμβόλια όπως τα AstraZeneca, Johnson & Johnson, τα κινεζικά εμβόλια Sinopharm και Sinovac και το ρωσικό Sputnik, τα οποία παρέχουν μεν μικρότερη ή μεγαλύτερη προστασία από σοβαρή νόσηση, αλλά κάνουν πολύ λίγα πράγματα για να σταματήσουν την εξάπλωση της Όμικρον.
Επειδή πολλές χώρες, ιδίως αναπτυσσόμενες, έχουν βασίσει τα εμβολιαστικά προγράμματά τους σε τέτοια μη mRNA εμβόλια, αυτό μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πορεία της πανδημίας το 2022.
Μία παγκόσμια «έκρηξη» μολύνσεων σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν ακόμη δισεκατομμύρια ανεμβολίαστοι άνθρωποι, όχι μόνο απειλεί την υγεία των ευπαθών ατόμων αλλά αυξάνει και τον κίνδυνο να αναδυθούν νέες χειρότερες παραλλαγές του κορωνοϊού.
Αναμένεται διεύρυνση της Όμικρον
Γενικότερα, στο μέλλον αναμένεται να διευρυνθεί λόγω της Όμικρον η ικανότητα των χωρών να αντιμετωπίσουν την πανδημία.
Τα περισσότερα δεδομένα -έως τώρα- βασίζονται σε εργαστηριακές μελέτες και όχι σε κλινικά δεδομένα, συνεπώς αδυνατούν να λάβουν υπόψη την πλήρη γκάμα ανοσιακής αντίδρασης. Παρόλα αυτά παρέχουν μία πρώτη εικόνα.
Τα εμβόλια Pfizer/BioNTech και Moderna, που έχουν την πιο σύγχρονη τεχνολογία mRNA, παρέχουν την καλύτερη προστασία έναντι του κινδύνου λοίμωξης από οποιαδήποτε παραλλαγή (και την Όμικρον).
Τα κινεζικά, τα οποία αποτελούν σχεδόν το ήμισυ όλων των δόσεων που έχουν χορηγηθεί παγκοσμίως μέχρι σήμερα (εν μέρει επειδή ο πληθυσμός της Κίνας, που έχει κάνει σχεδόν αποκλειστικά μόνο εγχώρια εμβόλια, είναι τεράστιος), προσφέρουν σχεδόν μηδενική προστασία έναντι της μόλυνσης από Όμικρον. Κινεζικά εμβόλια έχουν χορηγηθεί ευρέως σε αρκετές ακόμη χώρες όπως το Μεξικό και η Βραζιλία.
Τι γίνεται με τα υπόλοιπα εμβόλια
Με βάση αρχικά στοιχεία από τη Βρετανία, το εμβόλιο Οξφόρδης-AstraZeneca δεν εμφάνισε ικανότητα να σταματά τη λοίμωξη Όμικρον έξι μήνες μετά τον εμβολιασμό με αυτό. Το 90% των εμβολιασμένων στην Ινδία έχουν κάνει αυτό το εμβόλιο με διαφορετική ονομασία (Covishield), ενώ έχει χορηγηθεί ευρέως και στην υποσαχάρια Αφρική.
Το ρωσικό Sputnik, το οποίο επίσης χρησιμοποιείται στην Αφρική και στη Νότια Αμερική, σύμφωνα με επιστήμονες, προβλέπεται ότι επίσης δεν θα έχει καλή αποτελεσματικότητα έναντι της μόλυνσης από Όμικρον.
Το μονοδοσικό Johnson & Johnson, για το οποίο υπάρχει αυξημένη ζήτηση στην Αφρική τελευταία, επίσης έχει εμφανίσει μικρή ικανότητα να μπλοκάρει τη λοίμωξη από Όμικρον.
Από την άλλη πλευρά, τα παραπάνω εμβόλια, σύμφωνα με τις πρώτες μελέτες, μπορεί να μην τα πάνε καλά απέναντι στην ήπια ή ασυμπτωματική λοίμωξη, αλλά δεν έχουν χάσει σημαντικά τη δυνατότητα να αποτρέπουν τη σοβαρή νόσηση.
Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό για να αποτραπεί η Όμικρον από το να δημιουργήσει παγκόσμια προβλήματα στα συστήματα υγείας.
Ο δρ Σεθ Μπέρκλεϊ, διευθύνων σύμβουλος της παγκόσμιας συμμαχίας εμβολίων GAVI, ανέφερε πως χρειάζονται περισσότερα δεδομένα πριν βγουν οριστικά συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα όλων των εμβολίων κατά της Όμικρον και εν τω μεταξύ πρέπει να επιταχυνθούν οι εμβολιασμοί ανά τη Γη. Στην Αφρική, μόνο το 13% του πληθυσμού έχουν κάνει τουλάχιστον μία δόση κατά του κορωνοϊού. Υπάρχει ο φόβος ότι η είδηση πως τα μη mRNA εμβόλια παρέχουν μικρή προστασία έναντι της απλής λοίμωξης μπορεί να υποσκάψει τη διάθεση των ανθρώπων στις φτωχότερες χώρες να εμβολιαστούν, κάτι που θα ήταν ασφαλώς λάθος με δεδομένη την ικανότητα των εμβολίων να μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου.