Ανθρώπινο ήπαρ που είχε διατηρηθεί επί τρεις μέρες έξω από το σώμα, χάρη στη χρήση ενός νέου ειδικού μηχανήματος, μεταμοσχεύθηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως σε ασθενή, έναν καρκινοπαθή, ο οποίος έχει παραμείνει υγιής εδώ κι ένα χρόνο, ανακοίνωσαν τώρα Ελβετοί και Γάλλοι επιστήμονες. Η ίδια διεπιστημονική ομάδα είχε δείξει για πρώτη φορά το 2020 ότι χάρη σε αυτή την τεχνολογία είναι δυνατό να διατηρηθεί το ήπαρ εκτός σώματος για αρκετές μέρες, ενώ πλέον έγινε και η πρώτη μεταμόσχευση ενός τέτοιου μακρόχρονα διατηρημένου ήπατος.
Η νέα αυτή τεχνολογία μπορεί να διευρύνει τον αριθμό των διαθέσιμων προς μεταμόσχευση οργάνων ήπατος, κάτι που θα επιτρέψει τον καλύτερο προγραμματισμό των χειρουργικών επεμβάσεων και πιθανώς θα σώσει αρκετές ζωές. Υπάρχει αυξανόμενη “ψαλίδα” ανάμεσα στη ζήτηση για ήπαρ προς μεταμόσχευση και στην προσφορά διαθέσιμων οργάνων. Μέχρι στιγμής η κλινική πρακτική είναι η αποθήκευση σε πάγο του ήπατος του δότη για χρονικό διάστημα έως 12 ωρών περίπου, γεγονός που περιορίζει τον αριθμό των μοσχευμάτων τα οποία μπορεί να είναι κατάλληλα για έναν λήπτη.
Οι ερευνητές της ομάδας Liver4Life (Ήπαρ για Ζωή) που ξεκίνησε το έργο της το 2015, με επικεφαλής τον καθηγητή Πιέρ-Αλέν Κλαβιέν, διευθυντή του Τμήματος Χειρουργικής και Μεταμοσχεύσεων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Ζυρίχης, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοτεχνολογίας “Nature Biotechnology”. Απέδειξαν ότι είναι δυνατή η διατήρηση ενός ανθρώπινου ήπατος επί τρεις μέρες με τη βοήθεια ενός μηχανήματος που επιτελεί μια νέα τεχνική (“ex situ normothermic perfusion”), κατά την οποία το όργανο, όσο βρίσκεται εκτός του σώματος, τροφοδοτείται με ένα υποκατάστατο του αίματος στη φυσική θερμοκρασία του σώματος.
Το μηχάνημα μιμείται το ανθρώπινο σώμα στον καλύτερο δυνατό βαθμό, προκειμένου να παράσχει στο προς μεταμόσχευση ήπαρ ιδανικές συνθήκες για τη διατήρηση του. Μια αντλία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καρδιάς, μια συσκευή παραγωγής οξυγόνου αντικαθιστά τους πνεύμονες και μια μονάδα αιμοκάθαρσης επιτελεί τις λειτουργίες των νεφρών. Επιπλέον, η προσθήκη κατάλληλων ορμονών και θρεπτικών ουσιών αντικαθιστά τις λειτουργίες του εντέρου και του παγκρέατος. Ακόμη, όπως το διάφραγμα στο ανθρώπινο σώμα, το μηχάνημα κινεί το ήπαρ στον ρυθμό της ανθρώπινης αναπνοής.
Το προς μεταμόσχευση ήπαρ προετοιμάστηκε επίσης στο μηχάνημα με διάφορα φάρμακα. Κατέστη έτσι δυνατή η μεταμόρφωση του ήπατος σε κατάλληλο όργανο, παρόλο που αρχικά δεν είχε εγκριθεί για μεταμόσχευση λόγω της κακής ποιότητας του. Η παραμονή του οργάνου στο μηχάνημα επέτρεψε τη χορήγηση σε αυτό αντιβιοτικών, ορμονών και ουσιών βελτίωσης του μεταβολισμού του. Επιπροσθέτως, η παραμονή εκτός σώματος για μέρες επιτρέπει στους γιατρούς να πραγματοποιήσουν στο ήπαρ διάφορες εργαστηριακές και ιστολογικές εξετάσεις χωρίς πια πίεση χρόνου.
Ο ασθενής στον οποίο έγινε η πειραματική μεταμόσχευση ήπατος, έπασχε από διάφορες σοβαρές ηπατικές βλάβες, μεταξύ άλλων προχωρημένη κίρρωση. Το μεταμοσχευμένο ήπαρ λειτούργησε φυσιολογικά, ενώ χρειάστηκε μόνο μια βασική ανοσοκαταστολή στη διάρκεια των πρώτων έξι εβδομάδων μετά την μεταμόσχευση. Ο ασθενής, ο οποίος βγήκε από το νοσοκομείο σε λίγες μέρες, ανέκτησε γρήγορα την ποιότητα της ζωής του, χωρίς πλέον σημάδια ηπατικής βλάβης, και παραμένει υγιής ένα έτος μετά την επέμβαση.
“Είμαι πολύ ευγνώμων για το σωτήριο αυτό όργανο. Λόγω της ταχέως εξελισσόμενου όγκου μου, είχα λιγοστές πιθανότητες να βρω ήπαρ από τη λίστα αναμονής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα”, δήλωσε ο ασθενής.
Η επιστημονική ομάδα ανέφερε ότι θα χρειαστεί πάντως περαιτέρω έρευνα, με περισσότερους ασθενείς και μεγαλύτερες περιόδους παρατήρησης τους, προτού η νέα μέθοδος εφαρμοστεί ευρέως. Γι’ αυτό θα ακολουθήσει μια πολυκεντρική μελέτη που θα επιβεβαιώσει την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της νέας τεχνικής.
Εφόσον όλα πάνε καλά, σε λίγα χρόνια οι μεταμοσχεύσεις ήπατος, που σήμερα γίνονται συνήθως με τη διαδικασία του επείγοντος, θα μεταμορφωθούν σε προγραμματισμένες εκ των προτέρων επεμβάσεις. Παράλληλα, έχει αρχίσει ήδη να αναπτύσσεται μια νέα γενιά μηχανημάτων διατήρησης των οργάνων προς μεταμόσχευση.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.nature.com/articles/s41587-022-01354-7