Quantcast

«Ελαττωματικοί» οι υποδοχείς ινσουλίνης στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ

Η ινσουλίνη διαπερνά μέσω ειδικών υποδοχέων τον εγκεφαλικό φραγμό και επηρεάζει ένζυμο που προκαλεί συγκέντρωση τις αμυλοειδείς πλάκες της νόσου Αλτζχάιμερ

Υπάρχει σχέση μεταξύ της νόσου Αλτσχάιμερ και της αντίστασης στην ινσουλίνη; Τα επιστημονικά δεδομένα πληθαίνουν καθημερινά επιβεβαιώνοντας τον ισχυρισμό αυτό, με αποτέλεσμα η επιστημονική έρευνα να μελετά πολλά αντιδιαβητικά φάρμακα προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορούν να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της συγκεκριμένης άνοιας.

Πρόσφατη μελέτη από τον Καναδά και τις ΗΠΑ, δείχνει τώρα ότι υπάρχουν υποδοχείς της ινσουλίνης έξω από τον αιματοεγγεφαλικό φραγμό, γεγονός που σημαίνει ότι φάρμακα για την Αλτζχάιμερ μπορεί να μην χρειάζεται να τον διαπεράσουν για να φτάσουν στο επίμαχο σημείο του εγκεφάλου.

Η μελέτη με τίτλο «Οι αιματοεγκεφαλικοί υποδοχείς ινσουλίνης είναι ελαττωματικοί στη νόσο Αλτζχάιμερ» δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Brain, από ερευνητές του Πανεπιστημίου Λαβάλ του Καναδά και του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Ρας των ΗΠΑ.

Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ανακάλυψαν υποδοχείς ινσουλίνης σε μικροαγγεία του εγκεφάλου που βρίσκονται έξω από το κεντρικό αγγειακό σύστημα του εγκεφάλου, τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, ο οποίος είναι δύσκολο να διαπεραστεί. Αυτό σημαίνει ότι τα φάρμακα δεν θα πρέπει να τον διαπεράσουν για να φτάσουν στους υποδοχείς, διευρύνοντας έτσι τον κατάλογο των πιθανών θεραπειών για το Αλτζχάιμερ.

«Πριν από αυτή τη μελέτη, η αποδεκτή άποψη ήταν ότι η ινσουλίνη διέσχιζε τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό για να δράσει κυρίως στους νευρώνες και τα αστροκύτταρα», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης και καθηγητής Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου Λαβάλ του Κεμπέκ, Φρεντερίκ Καλόν και πρόσθεσε ότι: «Με έκπληξη εντοπίσαμε ότι μόνο μια πολύ μικρή ποσότητα ινσουλίνης μεταφέρεται στην πραγματικότητα μέσω του αιματοεγκεφαλικού φραγμού».

Οι επιστήμονες αναγνώρισαν τους υποδοχείς αναλύοντας τον εγκεφαλικό ιστό από 60 νεκρούς που είχαν μετάσχει στη μελέτη Religious Orders, η οποία παρακολούθησε 1.100 ιερείς, μοναχές και άλλα μέλη κληρικών για έως και 22 χρόνια για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η γήρανση επηρεάζει τη γνωστική λειτουργία. Εκτός από τη διαπίστωση ότι οι υποδοχείς ινσουλίνης στον εγκέφαλο βρέθηκαν κυρίως σε μικροαγγεία – και όχι απευθείας στους νευρώνες, όπως πιστεύαμε προηγουμένως – οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι υπήρχαν λιγότεροι υποδοχείς ινσουλίνης τύπου άλφα-βήτα στους εγκεφάλους των ατόμων που είχαν διαγνωστεί με Αλτζχάιμερ. Όσο λιγότεροι είναι αυτοί οι υποδοχείς, τόσο περισσότερες αμυλοειδείς πλάκες της Αλτζχάιμερ συσσωρεύονται στον εγκέφαλό τους, με αποτέλεσμα τα άτομα, στη διάρκεια της ζωής τους να παρουσιάζουν χειρότερα αποτελέσματα στα τεστ για τις γνωστικές του λειτουργίες.

Για να αποσαφηνίσουν τι συνέβαινε στους υποδοχείς της ινσουλίνης, οι επιστήμονες προχώρησαν σε μελέτες σε ποντίκια με γενετική τάση για άνοια παρόμοια με την Αλτζχάιμερ.

Οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν την ύπαρξη υποδοχέων άλφα-βήτα ινσουλίνης και στα μικροαγγεία του εγκεφάλου των ποντικιών, καθώς επίσης και ότι αυτοί οι υποδοχείς ανταποκρίνονταν στην ινσουλίνη που κυκλοφορούσε, χωρίς να χρειάζεται το φάρμακο να διαπεράσει στον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.

Περαιτέρω πειράματα διαπίστωσαν ότι καθώς τα ποντίκια γερνούσαν, τα μοντέλα του Αλτζχάιμερ είχαν όλο και λιγότερους υποδοχείς ινσουλίνης άλφα-βήτα σε σύγκριση με τα ποντίκια ελέγχου. Είχαν επίσης μεγαλύτερη έκφραση του ενζύμου BACE1, το οποίο οδηγεί την παραγωγή αμυλοειδούς πλάκας. Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η δραστηριότητα του ενζύμου BACE1 συμβάλλει στην ανάπτυξη αντίστασης στην ινσουλίνη στους μύες και το συκώτι και ότι τα υψηλότερα επίπεδά της στα αιμοφόρα αγγεία του εγκεφάλου σχετίζονται με έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών.

Οι επιστήμονες βρήκαν επίσης μια αντίστροφη σχέση μεταξύ των επιπέδων BACE1 και του αριθμού των υποδοχέων ινσουλίνης άλφα-βήτα, καθώς επίσης και μεγαλύτερη συσσώρευση αμυλοειδούς πλάκας.

Συνδυαστικά, τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι το ένζυμο BACE1 συμβάλλει στην αντίσταση στην ινσουλίνη στον εγκέφαλο και στην παθολογία του Αλτζχάιμερ.

Όμως οι αναστολείς του BACE1, παρότι είχαν φτάσει σε κλινικές μελέτες τελικού σταδίου, με στόχο την πρόληψη ή τη θεραπεία της νόσου Αλτζχάιμερ, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί ή πολύ τοξικοί.

Τώρα, για τον Φρεντερίκ Καλόν και την ομάδα του, η νέα έρευνα φαίνεται ως πρόσθετη απόδειξη ότι η κατάσταση της Αλτζχάιμερ θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με φάρμακα για τον διαβήτη – πολύ περισσότερο τώρα που δεν χρειάζεται να περάσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό για να φτάνουν στους υποδοχείς ινσουλίνης του εγκεφάλου. «Υπάρχει ήδη μια κατηγορία φαρμάκων που δρουν στην αντίσταση στην ινσουλίνη που δοκιμάζονται στη νόσο Αλτσχάιμερ», κατέληξε ο Φ. Καλόν, επισημαίνοντας την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης.