Για νεκρώσεις δέρματος, παραμορφώσεις προσώπου και μη αναστρέψιμες βλάβες, όπως τύφλωση, προειδοποιεί η Ελληνική Δερματολογική και Αφροδισιολογική Εταιρεία όσους επιλέγουν να κάνουν μπότοξ σε μη εξειδικευμένους γιατρούς.
Με αφορμή καταγγελίες που έγιναν στον φορέα για επεμβάσεις σε κέντρα αισθητικής στην Πάτρα, οι οποίες επέφεραν παραμορφώσεις προσώπου ή άλλου μέρους του σώματος, κοκκιωματώδη αντίδραση, δυσμορφίες, λοιμώξεις και αλλεργικές αντιδράσεις, οι ειδικοί απευθύνουν έκκληση προς τους ενδιαφερόμενους να μην εμπιστεύονται ανθρώπους που ουδεμία σχέση έχουν με την Δερματολογία και την Πλαστική Χειρουργική.
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Δερματολογικής και Αφροδισιολογικής εταιρείας Ιωάννης Μπάρκης, είναι αδιανόητο «να εφαρμόζονται ιατρικές πράξεις και θεραπευτικά πρωτόκολλα αισθητικής δερματολογίας από “επαγγελματίες” ομορφιάς με καμία εκπαίδευση, σε χώρους μη αδειοδοτημένους, σε επιχειρήσεις με τον ανύπαρκτο και μη αναγνωρισμένο τίτλο Ιατρικής Αισθητικής, όπως επίσης σε κέντρα αισθητικής, κομμωτήρια, “νυχάδικα”, ακόμη και σε σπίτια».
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνει ότι τις δυσμορφίες και τις παρενέργειες των πράξεων αυτών καλούνται να θεραπεύσουν στην συνέχεια οι δερματολόγοι, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό.
«Υπάρχουν και περιπτώσεις παρενεργειών που μπορεί να επιφέρουν μόνιμες και μη αναστρέψιμες βλάβες, όπως για παράδειγμα τύφλωση από εμβολή υλικού στην οφθαλμική αρτηρία. Επιπλέον, η θεραπεία των προαναφερόμενων παρενεργειών επιφορτίζει περαιτέρω τη λειτουργία του ΕΣΥ για την αντιμετώπιση των επιπλοκών αυτών, επιβαρύνοντας παράλληλα τα ασφαλιστικά ταμεία και κατά συνέπεια τον κάθε ένα φορολογούμενο πολίτη», συμπληρώνει.
Τέλος, επισημαίνεται η υποχρέωση των γιατρών να μάχονται και να συνεργάζονται συστηματικά με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την εξυγίανση του χώρου της αισθητικής Δερματολογίας και για την προάσπιση της δημόσιας Υγείας.
«Είναι σημαντικό να ενώσουμε όλοι τη φωνή μας, δημοσιογράφοι, Δημόσιοι Φορείς και γιατροί, για να ενημερώσουμε τον κόσμο και κατ’ επέκταση να τον προφυλάξουμε», καταλήγει ο Ιωάννης Μπάρκης.