Η τήρηση των παραπάνω «εντολών» μπορεί να φαντάζει σε κάποιους από δύσκολη έως αδύνατη, ιδίως μετά από έναν άσχημο χωρισμό. Ωστόσο, οι ειδικοί επιμένουν πως όσο δύσκολο ή αδύνατον κι αν φαντάζει πρέπει να γίνει δυνατό για τη ψυχολογία του παιδιού μας.
Το παιδί βλέπει τον εαυτό του απόλυτα συνδεδεμένο με τους δύο γονείς του, νιώθει κομμάτι τους. Εάν το ήμισυ της διττής αυτής υπόστασης που το έφερε στον κόσμο αναφέρεται συχνά ως το «κακό» πρόσωπο, τις περισσότερες φορές το παιδί εσωτερικεύει αυτή την πληροφορία, με αποτέλεσμα να θεωρεί τελικά τον εαυτό του ως «κακό» πρόσωπο. Ένα παιδί μπορεί επίσης να νιώσει ότι σκίζεται στα δύο, όταν είναι υποχρεωμένο να δείχνει την ίδια πίστη και στους δύο γονείς του.
Ποιος είναι λοιπόν ο καλύτερος τρόπος να χειριστεί κανείς τον χωρισμό; Ένα παιδί τον ξεπερνάει καλύτερα εάν οι γονείς του συνεργάζονται και επικοινωνούν καλά και εάν το παιδί εξακολουθεί να έχει τακτικά στενή επαφή και με τους δύο. Εάν το πετύχουμε αυτό, το παιδί μας είναι λιγότερο πιθανό να γίνει καταθλιπτικό ή επιθετικό.
Όσον αφορά στη σχέση του παιδιού με τον γονιό που μένει εκτός σπιτιού, αυτή λειτουργεί καλύτερα εάν υπάρχει σαφής και θετική επικοινωνία μεταξύ των η γονέων. Εάν ο ένας (συχνά είναι ο πατέρας, αλλά όχι πάντα) απομακρυνθεί μετά τον χωρισμό, το παιδί είναι πιθανό να ταλαιπωρείται από άγχος, θυμό, κατάθλιψη ή χαμηλή αυτοεκτίμηση. Γι’ αυτό και θεωρείται ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο πάνω από το ένα τέταρτο των παιδιών που οι γονείς τους έχουν χωρίσει δεν έχουν καμία επαφή με τον πατέρα τους τρία χρόνια μετά το συμβάν.
Τα συναισθηματικά προβλήματα των παιδιών, που γεννιούνται όταν οι σχέσεις των γονιών τους είναι δυσλειτουργικές, δεν είναι πάντα ορατά στους ενήλικες. Επομένως είναι ακόμα πιο δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πως οι δικές μας ενέργειες μπορεί να συνέβαλαν σε αυτόν τον πόνο. Ωστόσο δεν είναι τρομακτικό, αλλά ούτε ακατόρθωτο να εξετάσουμε σε βάθος το τι πρέπει και το τι δεν πρέπει να κάνουμε στο φόντο ενός χωρισμού για το καλό των παιδιών μας.