Οι εξελίξεις θα δείξουν σύντοµα αν άνοιξε, όντως, «νέα σελίδα» στις άσχηµες έως τώρα ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως αισιόδοξα γράφτηκε στον τουρκικό Τύπο. Για την ώρα, είναι πρώτιστα ευθύνη της Αγκυρας η επιβεβαίωση της αλλαγής. Πάντως, στη σηµερινή φάση των εξελίξεων που παράγονται µέσα απ’ την «κόλαση» του ρωσικού πολέµου στην Ουκρανία, η προ ηµερών συνάντηση του πρωθυπουργού, Κυρ. Μητσοτάκη, µε τον πρόεδρο Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη δεν µπορεί κατ’ αρχήν να κριθεί αρνητικά.
Η Αθήνα γνωρίζει ότι η Αγκυρα έως σήµερα δεν κάνει µισό βήµα πίσω απ’ τις διεκδικήσεις της απέναντι στη χώρα µας, αλλά γνωρίζει και ότι οι διεθνείς εξελίξεις καθόλου δεν ευνοούν στον παρόντα χρόνο την «αναθεωρητική» πολιτική του Ερντογάν, που υποχρεώνεται να αναδιπλωθεί και καλείται εκ των πραγµάτων να αλλάξει συµπεριφορές απέναντι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Ξεκάθαροι
Το «µήνυµα» από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είναι ξεκάθαρο: Οι «εντάσεις» στην περιοχή µας πρέπει να µπουν σε µηχανισµό καταστολής. Και επειδή τις «εντάσεις» δηµιουργεί ο τουρκικός «αναθεωρητισµός» της Αγκυρας, οι απειλές πολέµου και οι διεθνώς παράνοµες κινήσεις της, η Αθήνα δεν έχει λόγο να µην αποδεχθεί διαδικασίες «µέτρων οικοδόµησης εµπιστοσύνης» στο Αιγαίο ως «θάλασσα ειρήνης». Η Αγκυρα είναι η πλευρά που καλείται σήµερα απ’ το σύστηµα ασφαλείας της ∆ύσης να αλλάξει τις επιθετικές πολιτικές της και να κινηθεί ως αξιόπιστος σύµµαχος του ΝΑΤΟ. Είναι ο Ταγίπ Ερντογάν αυτός που «παίζει» έως σήµερα µε τη Μόσχα και προκαλεί την έντονη δυσφορία των ΗΠΑ αγοράζοντας ρωσικά οπλικά συστήµατα.
Σύνθετο σκηνικό
Η Ελλάδα έχει πάρει µια καθαρή θέση στη διεθνή σκηνή απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οµως, το όλο σκηνικό είναι σύνθετο για την εξωτερική πολιτική της χώρας. Η ελληνική διπλωµατία, περιµένοντας το «πώς» θα τερµατιστεί ο πόλεµος στην Ουκρανία, προετοιµάζεται να κινηθεί σε καίρια ζητήµατα, που προκύπτουν από µια σειρά δεδοµένα. Πριν απ’ όλα, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι ο στόχος των ΗΠΑ τώρα είναι να επιβεβαιωθεί η εσωτερική συνοχή του ΝΑΤΟ και να κρατηθούν η Νοτιοανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Μεσόγειος στο φιλελεύθερο µπλοκ της ∆ύσης.
Στη γραµµή αυτή εντάσσεται και η «δύσκολη» περίπτωση της Τουρκίας, η οποία καλείται να ξεκαθαρίσει πλέον τη σχέση της µε το ΝΑΤΟ και να πάρει µέρος στην επιδίωξη της ∆ύσης να πετύχει την ενεργειακή ασφάλεια στην Ευρώπη µε αξιοποίηση των θαλάσσιων «δρόµων» της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πεδίο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση, σε διαρκή επαφή της µε την Ουάσινγκτον, έχει ενώπιόν της το «σενάριο» της συµµετοχής στο σχέδιο για το πέρασµα ενεργειακών πόρων από αυτή την περιοχή προς Βορρά µε «παίκτες» την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, µε συµµετοχή και της Τουρκίας.
Κύπρος
Σε αυτήν τη σκηνή, η Αγκυρα φιλοδοξεί να γίνει κρίσιµος ενεργειακός κόµβος και να πετύχει στην Ανατολική Μεσόγειο «ρυθµίσεις» θαλάσσιων ζωνών που θα περιόριζαν την κυπριακή ΑΟΖ υπέρ της Αγκυρας και του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. Ανάλογα µε την εξέλιξή του, το όλο αυτό ζήτηµα θα επιφέρει ενδεχοµένως αλλαγές στο πλέγµα στρατηγικών σχέσεων και συνεργασιών στην Ανατολική Μεσόγειο και θα επηρεάσει την υπόθεση του Κυπριακού. Η ελληνική διπλωµατία παρακολουθεί την ίδια ώρα τις κινήσεις της Αγκυρας, η οποία δραστηριοποιείται ως χρήσιµος «διαµεσολαβητής» στην υπόθεση της Ουκρανίας και, παράλληλα, διατηρεί τις στενές σχέσεις µε τη σταθερή φίλη της, τη Γερµανία, στην υποστήριξη της οποίας ιδιαιτέρως προσβλέπει, στην υπόθεση της αναβαθµισµένης σχέσης Ε.Ε.- Τουρκίας.
Με όρια
Σύµφωνα µε πληροφορίες από διπλωµατικές πηγές, η Αθήνα, παρά το «βελτιωµένο κλίµα» που µπορεί να διαµορφωθεί προσεχώς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν είναι διατεθειµένη να δεχθεί στην Ε.Ε. µε «ειδική σχέση» µια «αναβαθµισµένη» Τουρκία χωρίς συµµόρφωσή της µε το ∆ιεθνές ∆ίκαιο της θάλασσας και χωρίς την απόσυρση του «casus belli». Η ελληνική πλευρά έχει ήδη διαµηνύσει σε Ευρωπαίους εταίρους, µε καλύτερο ακροατή της τη Γαλλία, ότι µε την Ε.Ε. δεν µπορεί να έχει αναβαθµισµένες σχέσεις µια «αναθεωρητική» Τουρκία, που αρνείται και να αποδεχθεί το ευρωπαϊκό κεκτηµένο. Από τις ίδιες πηγές τονίζεται πως γενικότερα η κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί ότι η Αγκυρα µπορεί να πάρει «ανταλλάγµατα» που θα έθιγαν εθνικά συµφέροντα της Ελλάδας, εξαιτίας της προσφοράς «καλών υπηρεσιών» του Ερντογάν στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ στη σηµερινή διεθνή κρίση.
*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά στις 19 Μαρτίου 2022