Αφού τα ελληνικά αμυντικά συστήματα εγκλώβισαν μαχητικά της Τουρκίας πάνω από τη Μεσόγειο, επανήλθε η ένταση στις σχέσεις Αγκυρας και Αθήνας, με απειλές και υπαινιγμούς για πιθανή στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ τους, και την κάθε πλευρά να υποβάλλει καταγγελίες εναντίον της άλλης στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (εικόνα, επάνω, από το studies.aljazeera.net).
Ιστορικό: περίπλοκη σύγκρουση
Η ελληνοτουρκική διαμάχη είναι μια από τις παραδοσιακές ανεπίλυτες συγκρούσεις από τον περασμένο αιώνα. Ιστορικά, θρησκευτικά, εθνικά, πολιτιστικά και γεωπολιτικά συμφραζόμενα συμβάλλουν στην ανάφλεξή της, γεγονός που εντείνει συνεχώς τις σχέσεις των δύο χωρών με περιόδους ηρεμίας που μπορούν να θεωρηθούν εξαίρεση, παρόλο που είναι μέλη του ΝΑΤΟ, δήθεν σύμμαχοι ή τουλάχιστον όχι αντίπαλοι.
Παραδοσιακά, τα οράματα των δύο χωρών έρχονται σε αντίθεση και συγκρούονται για μια σειρά αμφιλεγόμενων φακέλων, με κυριότερο το Κυπριακό, τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος του οπλισμού, των χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου τους, το ελληνικό βέτο για την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και η οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων στη Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Η ανακάλυψη φυσικού αερίου
Ωστόσο, η ανακάλυψη ποσοτήτων φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο έχει αναζωπυρώσει τις διαφορές μεταξύ των δύο χωρών τα τελευταία χρόνια σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων και τον καθορισμό των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών τους στη Μεσόγειο ιδιαίτερα, διότι το θέμα συνδέεται με το μοίρασμα του αναμενόμενου πλούτου, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, αφενός, και του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, αφετέρου, στην περιοχή.
Οπως ακριβώς ο αναμενόμενος πλούτος φυσικού αερίου στην περιοχή έχει διαμορφώσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, έχει πλαισιώσει και τον χάρτη των διεκδικήσεων. Μετά από δεκαετίες στασιμότητας στη λύση του Κυπριακού, η Τουρκία υποχώρησε από την υποστήριξη της ενοποίησης του νησιού, ζητώντας τη σύσταση δύο κρατών, το ένα για τους Τουρκοκύπριους και το άλλο για τους Ελληνοκύπριους. Αυτό φαίνεται να υποκινείται εν μέρει από τα αναμενόμενα τουρκικά (και κυπρο-τουρκικά) συμφέροντα για τη διαίρεση των θαλάσσιων συνόρων σύμφωνα με αυτή τη λύση.
Απομόνωση της Τουρκίας
Από την άλλη, η Ελλάδα συγκρότησε με την ελληνική Κύπρο, το «Ισραήλ», την Αίγυπτο, την Ιταλία (και την Ιορδανία και την Παλαιστίνη), με την υποστήριξη των ΗΑΕ και της Γαλλίας, το Φόρουμ Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου στις αρχές του 2019 σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει και να απομονώσει την Τουρκία, να οριοθετήσει τα θαλάσσια σύνορά της με την Τουρκία, τη Λιβύη τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, και η ίδια ιδέα παρουσιάστηκε επανειλημμένα στην Αίγυπτο.
Από τη δεκαετία του εξήντα του περασμένου αιώνα και στη συνέχεια με την τουρκική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο το 1974, με την ονομασία «Κυπριακή Ειρηνευτική Διαδικασία», η ένταση μεταξύ των δύο χωρών έχει κλιμακωθεί αρκετές φορές, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της το 1996 σε ένα από τα νησιά του Αιγαίου. Ωστόσο, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ακολούθησαν μια κλιμακούμενη τάση τα τελευταία χρόνια λόγω της σύγκρουσης στην ανατολική Μεσόγειο και σχεδόν έφτασαν στο χείλος μιας στρατιωτικής σύγκρουσης τον Αύγουστο του 2020.
Το ΝΑΤΟ παρενέβη ως μεσολαβητής μεταξύ των δύο πλευρών και η Τουρκία μείωσε τις ερευνητικές της δραστηριότητες στην ανατολική Μεσόγειο ως χειρονομία καλής θέλησης και μεταξύ των δύο πλευρών ξεκίνησαν διερευνητικοί διάλογοι για τις διαφορές και τα εκκρεμή ζητήματα μεταξύ τους.
Τότε, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ήταν θετικός παράγοντας στις σχέσεις των δύο χωρών. Ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε την Τουρκία και συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ερντογάν, τον Μάρτιο του 2022, μιλώντας για την ανάγκη «να παραμείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας και να βελτιώσουν τις σχέσεις παρά τις διαφορές», με το σκεπτικό ότι οι δύο χώρες φέρουν «ειδική ευθύνη για τη μεταβαλλόμενη ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας» στο περιθώριο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
Τα αίτια της πρόσφατης έντασης: τι νέο υπάρχει;
Παρά το θετικό κλίμα που δημιούργησε η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Τουρκία, οι σχέσεις των δύο χωρών επανήλθαν γρήγορα σε ένταση, πρώτα πολιτικά και μετά επί του πεδίου.
Ο έλληνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον τον περασμένο Μάιο με αφορμή την 201η επέτειο από την έναρξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και κάλεσε τα μέλη του τελευταίου στην ομιλία του να λάβουν υπόψη τις ευαισθησίες της χώρας του σε οποιαδήποτε συμφωνία προμήθειας όπλων προς την Τουρκία, ιδιαίτερα την κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο, την οποία η τελευταία εξέλαβε ως ώθηση για να μην πουληθούν τα μαχητικά F-16, τα οποία διαπραγματεύτηκε πρόσφατα με την Ουάσιγκτον.
Η τουρκική αντίδραση ήταν πολύ οξεία και ο Ερντογάν διαμαρτυρήθηκε για την «εμπλοκή τρίτων» στις τουρκοελληνικές σχέσεις, σε αντίθεση με ό,τι είχαν συμφωνήσει οι δύο χώρες, κηρύσσοντας το τέλος του μεταξύ τους διαλόγου.
Επί του πεδίου, η Αγκυρα παραπονέθηκε για τα ελληνικά αμυντικά συστήματα που παρενόχλησαν τα μαχητικά F-16 του εναέριου στόλου της, κατά τη διάρκεια αποστολής του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο.
Τα ρωσικά αντιπυραυλικά συστήματα
Η Αγκυρα είπε ότι η Αθήνα χρησιμοποίησε το ρωσικό αμυντικό σύστημα S-300 εναντίον των μαχητικών της και ότι εμπόδισε τα ραντάρ της, κάτι που η τελευταία διέψευσε.
Η εξέλιξη αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις για την Αγκυρα, καθώς είναι η πρώτη φορά που η Αθήνα χρησιμοποιεί το ρωσικό σύστημα, το οποίο υποτίθεται ότι είναι ανενεργό, και από την άλλη, αποτελεί απόδειξη – κατά την άποψή της – των δύο μέτρων και σταθμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, καθώς η ίδια η Τουρκία έχει επικριθεί και τιμωρηθεί για την αγορά του ρωσικού αμυντικού συστήματος S-400, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσής της από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Η Τουρκία απέστειλε επίσημες επιστολές στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, στον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στον Υπατο Εκπρόσωπος Εξωτερικών Υποθέσεων και Πολιτικής Ασφάλειας της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ.
Η αντίδραση της Ελλάδας χαρακτηρίζεται ως «παράνομες πρακτικές»
Τα μηνύματα περιελάμβαναν αυτό που η Αγκυρα θεωρεί ότι είναι οι «παράνομες πρακτικές και οι εξτρεμιστικές απαιτήσεις» της Ελλάδας, εξηγώντας την άποψη και τη θέση της Τουρκίας, καθώς και τα «προκλητικά και εχθρικά βήματα» της Ελλάδας εναντίον της.
Σύμφωνα με την Αγκυρα, από τις αρχές του τρέχοντος έτους, η Ελλάδα έχει παραβιάσει τον τουρκικό εναέριο χώρο μέσω των μαχητικών της 256 φορές, τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας με τα σκάφη της ακτοφυλακής της 33 φορές και έχει παρενοχλήσει τουρκικά μαχητικά 158 φορές.
Πόλεμο δι’ αντιπροσώπων
Η Αγκυρα πιστεύει ότι η Ελλάδα εντείνει σκόπιμα τις σχέσεις μαζί της και ο τούρκος πρόεδρος είπε: Κάποιες χώρες – που δεν τις κατονόμασε – χρησιμοποιούν την Ελλάδα για να διεξάγουν έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων κατά της Τουρκίας, όπως συνέβη πριν έναν αιώνα, αλλά ορισμένοι τούρκοι αξιωματούχοι ανέφεραν ότι εννοούσε τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η Ουάσιγκτον και η Αθήνα ανανέωσαν τη μεταξύ τους συμφωνία αμυντικής συνεργασίας υπό το φως της έντασης μεταξύ της τελευταίας και της Αγκυρας, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης της αμερικανικής στρατιωτικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και της χρήσης πρόσθετων στρατιωτικών βάσεων, και, όπως δήλωσε ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, μετά την υπογραφή, οι δύο χώρες θα αντιμετωπίσουν τις απειλές στην ανατολική Μεσόγειο, με αναφορά στην Τουρκία.
Η Τουρκία επικρίνει επίσης την εγκατάλειψη της ουδέτερης θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών στη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών καθώς και στο Κυπριακό υπέρ της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας και δηλώνει ότι δεν πιστεύει το αφήγημα της Ουάσιγκτον πως οι στρατιωτικές της βάσεις στην Ελλάδα και η Κρήτη καθώς και οι στρατιωτικοί ελιγμοί της με την Ελλάδα κοντά στα τουρκικά σύνορα στρέφονται κατά της Ρωσίας.
Ερώτημα: Θα υπάρξει στρατιωτική σύγκρουση;
Το επίπεδο έντασης μεταξύ των δύο χωρών ανέβηκε τους τελευταίους μήνες και έφτασε στο αποκορύφωμά του με το περιστατικό στόχευσης τουρκικών μαχητικών, το οποίο η Αγκυρα θεώρησε άδικη εχθρική ενέργεια ενάντια στο πνεύμα της συμμαχίας εντός του ΝΑΤΟ.
Το θέμα δεν σταμάτησε στις διαμαρτυρίες των δύο χωρών στους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, αλλά άρχισαν να συζητούν για τις δυνατότητες και τα σενάρια μιας στρατιωτικής λύσης, ακόμη και να προετοιμάζονται για αυτήν.
Ο τούρκος πρόεδρος χαρακτήρισε «κατεχόμενα» τα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, που σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουν την υποταγή τους στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα νησιά που μεταβιβάστηκαν απευθείας στην τελευταία από την Ιταλία, σύμφωνα με την Ειρηνευτική Συμφωνία του Παρισιού, 1947, χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας.
«Ξαφνικά μια νύχτα»
Σε αυτό ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, είπε:
Ο εξοπλισμός των νησιών από την Ελλάδα θέτει προς συζήτηση το ζήτημα της κυριαρχίας της σε αυτά, με το σκεπτικό ότι η ελληνική κυριαρχία συνδέεται με τον όρο του αφοπλισμού.
Ο Ερντογάν απείλησε την Ελλάδα, λέγοντας: «Μπορεί να έρθουμε ξαφνικά σε μια νύχτα», μια φράση που έχει επανειλημμένα επαναλάβει απέναντι στις οργανώσεις που η χώρα του θεωρεί τρομοκρατικές και αυτονομιστικές στη βόρεια Συρία πριν ξεκινήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους και είναι – η απειλή – μέρος ενός τραγουδιού που σχετίζεται με την τουρκική στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, το 1974. Κάτι που αυξάνει τη σημασία της εναντίον της Ελλάδας.
Και επειδή κάθε χώρα αντιπροσωπεύει τον ιστορικό, θρησκευτικό και εθνικό εχθρό της άλλης, οι αξιολογήσεις και οι εκτιμήσεις πολλαπλασιάζονται και στις δύο, καθώς βλέπουν τον πόλεμο ως αναπόφευκτο σενάριο και μερικές από αυτές λαμβάνουν τη μορφή άμεσης απειλής πολέμου.
Παράγοντες υπεροχής
Σε κάτι που φαινόταν να είναι μια προσπάθεια να αποδείξει την εγκυρότητα της αφήγησής της ότι η Τουρκία ήθελε πόλεμο, η Ελλάδα κατασκεύασε οχυρώσεις στα σύνορά της ως αμυντικό μέτρο για κάθε πιθανό χερσαίο πόλεμο.
Ο Ερντογάν τόνισε πολλές φορές ότι η Ελλάδα δεν είναι ίση, ούτε οικονομικά ούτε στρατιωτικά, με τη χώρα του, υπονοώντας ότι η άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία δεν είναι προς το συμφέρον της και δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά της.
Εκτός από τις γεωγραφικές, δημογραφικές και οικονομικές πτυχές που ευνοούν σαφώς την Τουρκία, οι αριθμοί της ιστοσελίδας Global Fire Power υποστηρίζουν αυτό το τουρκικό όραμα και από στρατιωτική πλευρά.
Καθοριστική η αεροπορία
Ο τουρκικός στρατός κατατάσσεται 13ος στον κόσμο σε σύγκριση με τον 27ο του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με την κατάταξη του 2022.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η αεροπορία είναι καθοριστική σε οποιαδήποτε πιθανή σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών και ότι η Αγκυρα φοβάται την απαξίωση του εναέριου στόλου της, ειδικά αφού αποβλήθηκε από το σχέδιο μαχητικών F-35 και δεν έλυσε το θέμα της αναπλήρωσής τους.
Θα μπορούσε να ανατραπεί η ισορροπία των εναέριων δυνάμεων Τουρκίας και Ελλάδας με την απόκτηση από την τελευταία των αεροσκαφών Rafale από τη Γαλλία και τον εκσυγχρονισμό των F-16, και πιθανώς της απόκτησης των F-35 από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και αυτό κάνει διστακτική την Τουρκία.
Και επειδή οι ατομικές δυνατότητες και των δύο χωρών δεν αποτελεί τον μόνο καθοριστικό παράγοντα για την εκτίμηση των πιθανοτήτων μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, η υπεροχή της Ελλάδας παραμένει μια θεωρητική πιθανότητα, ωστόσο, εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων και κινήτρων.
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας
Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας είναι το κύριο κίνητρο σύγκρουσης, ιδίως τα θέματα του φυσικού αερίου και του εξοπλισμού των νησιών του Αιγαίου και, σε μικρότερο βαθμό, το Κυπριακό, ειδικά επειδή συνδέεται από πολλές πλευρές με την εθνική ασφάλεια των δύο χωρών.
Τα νησιά, για τα οποία η Τουρκία κατηγορεί ότι εξοπλίζει η Ελλάδα, κατά παράβαση των Συμφωνιών της Λωζάνης, 1923, και της Ειρήνης του Παρισιού, 1947, βρίσκονται μόλις χιλιόμετρα από την τουρκική ενδοχώρα και το φυσικό αέριο που αναμένεται στην ανατολική Μεσόγειο θα αποτελέσει σημαντική πηγή της οικονομικής ανάπτυξης και γενικότερα θα βελτιώσει οικονομικά το κράτος που θα το εξορύξει. Αυτό το επιθυμεί η Αγκυρα.
Η συνεχιζόμενη κλιμάκωση της Ελλάδας παρά τις απειλές της Αγκυρας, συμπεριλαμβανομένου του πυροβολισμού τουρκικού εμπορικού πλοίου στα διεθνή ύδατα, δείχνει προφανώς την επιθυμία της να συνεχίσει την ένταση.
Επιπλέον, οι πολλοί παράγοντες που αποτέλεσαν το έδαφος για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, με κυριότερους από τους οποίους η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών παγκοσμίως, οι επιπτώσεις της πανδημίας του κοροναϊού και άλλοι πολλοί, μπορεί να θερμάνουν τις τουρκοελληνικές σχέσεις όπως συνέβη σε άλλες περιοχές του κόσμου, για παράδειγμα στην Ταϊβάν και τα Βαλκάνια.
Ο εκλογικός παράγοντας
Μεταξύ των παραγόντων που επίσης μπορούν να συμβάλουν στη θέρμανση της ατμόσφαιρας μεταξύ των δύο χωρών είναι η εγγύτητα των κεντρικών εκλογικών διαδικασιών και στις δύο χώρες.
Η Τουρκία περιμένει τις κρίσιμες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2023 (και υπάρχει πιθανότητα να αναβληθούν) και η Ελλάδα θα προηγηθεί την ερχόμενη άνοιξη με βουλευτικές και στη συνέχεια δημοτικές εκλογές.
Η οξεία ρητορική, οι απειλές και πιθανώς οι προστριβές επί του πεδίου θα είναι παράγοντες που θα ανυψώσουν φωνές στο εσωτερικό και των δύο χωρών υπό την πίεση της μεταξύ τους έντασης και των προτροπών για σύγκρουση.
Επιπλέον, υπάρχει μια κατάσταση δυσπιστίας μεταξύ των δύο χωρών και η έλλειψη οποιουδήποτε συμφωνημένου μηχανισμού ή αναφοράς για νομικό διακανονισμό μεταξύ τους μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από τις διαπραγματεύσεις, με βάση τη Συμφωνία της Βέρνης, την αναστολή των γύρων διαλόγου μεταξύ τους, και την ενασχόληση των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, καθώς και την έλλειψη εργαλείων αμοιβαίας πίεσης εκτός από το στρατιωτικό πεδίο.
Τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανακάλυψη κοιτασμάτων αερίου μπορεί να αποτελέσει εκρηκτικό παράγοντα μεταξύ των δύο χωρών και να ωθήσει την κατάσταση της έντασης σε επίπεδο σύγκρουσης μεταξύ τους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν παράγοντες που συμβάλλουν στο να μην περάσουν οι δύο χώρες από την ένταση στη στρατιωτική κλιμάκωση και την άμεση αντιπαράθεση.
Στην πρώτη γραμμή αυτών των παραγόντων βρίσκεται ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος. Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να θέλει το ΝΑΤΟ είναι ένας πόλεμος μεταξύ δύο μελών του καθώς προσπαθεί να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ως εκ τούτου, αναμένεται ότι η συμμαχία και συγκεκριμένα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα μεσολαβήσουν μεταξύ των δύο χωρών και θα μειώσουν τη μεταξύ τους ένταση πριν αυτή κλιμακωθεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ αποτελεί μια σχετική εγγύηση ότι τα πράγματα δεν θα κλιμακωθούν μεταξύ τους, είτε όσον αφορά τον αντίκτυπο της συμμαχίας και στις δύο χώρες είτε όσον αφορά τη δυσκολία εύρεσης συμμάχων για οποιοδήποτε μέρος σε πολεμικό σενάριο.
Αντικίνητρο η παρουσία των ΗΠΑ
Για την Τουρκία, οποιαδήποτε κλιμάκωση με την Ελλάδα μπορεί να είναι ένας άμεσος λόγος για τη ματαίωση της συμφωνίας για τα μαχητικά F-16 με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες βασίζονται σε αυτές για την ανανέωση του εναέριου στόλου της.
Επίσης, η αμερικανική στρατιωτική παρουσία σε ελληνικό έδαφος, κοντά στα τουρκικά σύνορα και στο νησί της Κρήτης ειδικότερα, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικίνητρο για οποιαδήποτε διευρυμένη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών.
Ισως οι οικονομικές συνθήκες που βιώνουν οι δύο χώρες, αφενός, και το αναμενόμενο κόστος οποιουδήποτε πολέμου μεταξύ τους σε ανθρώπινο, οικονομικό, στρατιωτικό και στρατηγικό επίπεδο, από την άλλη, είναι μεταξύ των περιορισμών της στρατιωτικής επιλογής.
Συνοψίζοντας, παρά την παρουσία μιας σειράς τοπικών, περιφερειακών και διεθνών παραγόντων που θα μπορούσαν να ωθήσουν τις δύο χώρες σε σύγκρουση, το κόστος αυτής της επιλογής (ειδικά αν βαθύνει και επεκταθεί με την πάροδο του χρόνου), η ένταξη των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, ο φόβος για την εμπλοκή τρίτων και άλλοι παράγοντες, καθιστούν τη στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών απίθανη.
Οι αιχμηρές δηλώσεις ως μηνύματα αποτροπής
Ως εκ τούτου, οι αιχμηρές και υψηλού επιπέδου δηλώσεις των δύο χωρών η μια προς την άλλη μπορούν να γίνουν κατανοητές ως μηνύματα στο εσωτερικό ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων καθώς και ως μηνύματα δύναμης προς την άλλη πλευρά για να αποτρέψει και να μειώσει τις πιθανότητες σύγκρουσης καταρχήν.
Ωστόσο, η τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο χωρών, η ευαισθησία των επίμαχων φακέλων μεταξύ τους και οι πιθανές περιοχές τριβής, ειδικά στο Αιγαίο, καθιστούν τη μετάβασή τους από την περιοχή της έντασης στην κλιμάκωση πάντα πιθανή, ειδικά εάν ήταν ακούσια/απρογραμμάτιστη, ή αποτέλεσμα ανακριβών εκτιμήσεων, σφαλμάτων ή κυλιόμενων εξελίξεων.
Ωστόσο, αυτού του είδους η τριβή – εάν συμβεί – μπορεί ακόμα να ελεγχθεί και να περιοριστεί γρήγορα, όπως συνέβη σε προηγούμενες περιπτώσεις, και ένας εκτεταμένος πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών παραμένει απίθανος στο άμεσο μέλλον, ενώ δεν υπάρχουν και στοιχεία για να στηρίξουν αυτήν την πιθανότητα στο παρόν.
Ωστόσο, η διατήρηση των επίμαχων φακέλων μεταξύ των δύο χωρών χωρίς πλαίσιο και μονοπάτια διαλόγου και λύσης, διατηρεί τις πιθανότητες αντιπαράθεσης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας στο μέλλον, ιδιαίτερα επηρεαζόμενες από άλλες εξελίξεις όπως οι εκλογές ή η ανακάλυψη φυσικού αερίου στις αμφισβητούμενες περιοχές.