Quantcast

Τράπεζα: Θα πληρώσει αποζημίωση 3.500 ευρώ σε δανειολήπτη για παράνομες χρεώσεις – Τι αναφέρει η δικαστική απόφαση

Ο δανειολήπτης δικαιώθηκε δικαστικά έναντι της τράπεζας, με το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά να επιβάλει αποζημίωση και για ηθική βλάβη

Δικαίωση για δανειολήπτη συνιστά η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που αναίρεσε προηγούμενη αρνητική κρίση Ειρηνοδικείου ορίζοντας την καταβολή 1.492,06 ευρώ για αποζημίωση προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας του λόγω των παράνομων χρεώσεων, αλλά και 2.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη.

Έτσι η τράπεζα υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης περίπου 3.500 ευρώ με νόμιμο τόκο μέχρι την εξόφληση καθώς προχώρησε σε παράνομες χρεώσεις και ανατοκισμούς αυτών σε βάρος δανειολήπτη.

Το ιστορικό της υπόθεσης
Όπως αναφέρει το dikastiko.gr, σύμφωνα με την αγωγή του πολίτη σύναψε τον Νοέμβριο του 2010 με την εναγόμενη τραπεζική εταιρία σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου με αριθμό ./2010, αρχικού ποσού 45.000,00 ευρώ και με τους αναφερόμενους όρους, προκειμένου να καλύψει τα έξοδα εγκατάστασης φωτοβολταϊκού συστήματος.

Παράλληλα με τη σύναψη της ως άνω σύμβασης, προέβη σε σύσταση ενεχύρου προς εξασφάλιση της, εκχωρώντας τις απαιτήσεις που διατηρούσε έναντι της ΔΕΗ Α.Ε., δυνάμει της από 7.6.2010 σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.

Διαβάστε επίσης: Δάνειο – Εξωδικαστική ρύθμιση με «κούρεμα» 78%
Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2012 αναγκάστηκε να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τους υπαλλήλους της τράπεζας, προκειμένου να τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης, με σκοπό να επιτύχει μείωση της δόσης εξυπηρέτησης του δανείου του με ταυτόχρονη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του.

Για το σκοπό αυτό συναίνεσε στην παραχώρηση εμπράγματης ασφάλειας σε ακίνητο ιδιοκτησίας του στη Σαλαμίνα, στο οποίο και είχε εγκατασταθεί το φωτοβολταϊκό σύστημα. Στη συνέχεια μετά την απάντηση της τράπεζας ότι δεν καλύπτεται από το συγκεκριμένο ακίνητο, προσέφερε άλλο ακίνητο για υποθήκη.

Οι τηλεφωνικές οχλήσεις
Η έκπληξη, όμως, ήρθε όταν η τράπεζα στη συνέχεια του απέστειλε εξώδικο καλώντας τον να ρυθμίσει τις οφειλές του, χωρίς ωστόσο να υφίστανται τέτοιες, καθόσον ο ίδιος ήταν ενήμερος.

Επίσης όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις υπογραφής πρόσθετης τροποποιητικής πράξης της σύμβασης, ξεκίνησαν αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις, σε διαφορετικές ώρες της ημέρας, από διαφορετικούς υπαλλήλους για τη ρύθμιση οφειλών.

Παρ’ ότι τους ενημέρωσε για τη διαδικασία τροποποίησης των όρων δανεισμού, οι τηλεφωνικές οχλήσεις πολλαπλασιάστηκαν, αποδέκτης των οποίων πλην του ίδιου υπήρξε και η αποβιώσασα μητέρα του.

Στον Συνήγορο του Καταναλωτή
Ο πολίτης αναγκάστηκε μάλιστα να προσφύγει και στον Συνήγορο του Καταναλωτή, καθώς η τράπεζα τελικά του έστειλε προς υπογραφή τη νέα σύμβαση, χωρίς όμως να τον ενημερώνει αναλυτικά για τους όρους αποπληρωμής, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα του ποσού, ενώ η πρόσθετη αυτή πράξη δεν προέβλεπε ούτε χρόνο έναρξης πληρωμής και λήξης της συμβατικής σχέσης, ούτε επιτόκιο αποπληρωμής.

Μετά από πληθώρα επιστολών από τον Συνήγορο του Καταναλωτή προς την τράπεζα, η τελευταία προέβη στην αποστολή νεότερης εξώδικης επιστολής προς τον δανειολήπτη με την οποία δήλωνε ότι θα προβεί σε καταγγελία του δανείου και σε δικαστικές ενέργειες εναντίον του.

Παράλληλα, προέβη σε παράνομες χρεώσεις του ενάγοντος συνολικού ποσού 1.492,06 ευρώ και πλέον συγκεκριμένα χρέωσε το λογαριασμό εξυπηρέτησης του επίδικου δανειακού προϊόντος: α) την 14.5.2013 με το ποσό των 1.210,00 ευρώ με την αιτιολογία «ΕΞΟΔΑ ΑΛΛΑ ΕΞΑΣΦ Δ/.», β) την 14.1.2014 με το ποσό των 71,00 ευρώ με την αιτιολογία «ΕΞΟΔΑ ΚΑΘΥΣΤΕΡ .» και γ) την 21.5.2014 με το ποσό των 50,50 ευρώ με την αιτιολογία «ΕΞ ΚΟΙΝ/ΣΗΣ .» και δ) με το ποσό των 160,48 ευρώ για τόκους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης.

Παράνομες χρεώσεις: Η απόφαση του Δικαστηρίου
Για παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας κάνει λόγο το Πρωτοδικείο Πειραιώς, που «συναρτάται με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης, που είναι απαραίτητη στις τραπεζικές συνεργασίες και συναλλαγές, στοιχεία τα οποία όφειλε κατά το νόμο, την σύμβαση και την καλή πίστη και μπορούσε, μέσα στη σφαίρα των παρεχόμενων υπηρεσιών να προσφέρει. Επισημαίνεται, ότι στα πλαίσια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994,ως ισχύει, η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες τεκμαίρεται, διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη, ενώ η εναγόμενη τραπεζική εταιρία δεν απέδειξε την έλλειψη της».

Αντιθέτως, όπως επισημαίνεται, «αποδείχτηκε ότι η συμπεριφορά της δεν ανταποκρινόταν στην προσδοκώμενη ασφάλεια, συνεκτιμωμένου του συνόλου των ειδικών συνθηκών και συγκεκριμένα των αόριστων επιστολών που απέστειλε επί μακρόν, περί διαχείρισης της υπόθεσης, των αντιφατικών επιστολών διαφόρων τμημάτων της εναγομένης, άλλοτε ορίζοντας προθεσμίες τακτοποίησης των οφειλομένων και άλλοτε ζητώντας συγγνώμη για την καθυστέρηση στην τακτοποίηση των αιτημάτων του ενάγοντος, την αποστολή εξώδικων δηλώσεων για καταγγελία της σύμβασης, είτε πριν καν καταστεί ληξιπρόθεσμη η οφειλή, είτε ενόσω διαρκούσε η διαμεσολάβηση της Ανεξάρτητης Αρχής, την απουσία αιτιολόγησης των χρεώσεων και των αιτουμένων εξόδων επί σειρά ετών και ιδίως την άρνηση παροχής επαρκών και ενδεδειγμένων εξηγήσεων και πληροφοριών αναφορικά με τους όρους της σύμβασης, ώστε ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος ο καταναλωτής — ενάγων τις συνέπειες της συγκεκριμένης επιλογής και να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, υπογράφοντας την πρόσθετη σύμβαση».

Και καταλήγει: «Ως εκ τούτου, η αποκαταστατέα περιουσιακή ζημία του ενάγοντος, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την προπεριγραφόμενη συμπεριφορά της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και έξι λεπτών 1.492,06 ευρώ (ήτοι 1.210,00+71,00+50,58-1-160,48), μέρος της οποίας συνομολογεί κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στις επιστολές της η εναγόμενη. Επιπλέον, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων αισθάνθηκε έντονη στενοχώρια, άγχος και υπέστη ψυχική ταλαιπωρία από την πολύχρονη αντιπαράθεση με την εναγομένη, την αδυναμία του να λάβει την αναγκαία ενημέρωση προκειμένου να συμβληθεί μαζί της, τις μακρόχρονες οχλήσεις του και τον κίνδυνο λήψης μέτρων εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του, τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί «μη συνεργάσιμος» δανειολήπτης, με τις συνέπειες που αυτό επισύρει και συνεπώς του παρέχεται αξίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ενόψει του είδους και της έντασης της βλάβης, του βαθμού πταίσματος της εναγομένης, της κοινωνικής οικονομικής θέσης και κατάστασης των μερών και όλων γενικά των συνθηκών, που ανέρχεται στο ποσό των δύο χιλιάδων 2.000,00 ευρώ».

Τι λέει ο δικηγόρος του δανειολήπτη
Όπως αναφέρει ο δικηγόρος Μιχάλης Ι. Κούβαρης που χειρίστηκε την υπόθεση εκ μέρους του δανειολήπτη «στις τραπεζικές συμβάσεις, σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη τόσο της θεωρίας όσο και της νομολογίας, ενυπάρχει μία ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στην τράπεζα και τον πελάτη, εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης της ενοχής, η οποία επιβάλλει στα συμβαλλόμενα τις υποχρεώσεις που υπαγορεύει κατά περίπτωση η καλή πίστη, σύμφωνα με τη διάταξη της ΑΚ 288. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, η τράπεζα έχει την υποχρέωση να μεριμνά για την προστασία των συμφερόντων των πελατών της ενεργώντας κατάλληλα, προειδοποιώντας αυτούς σχετικά ή παραλείποντας ενέργειες που μπορούν να βλάψουν τα συμφέροντά τους, ενώ οι τελευταίοι δεσμεύονται από το καθήκον ειλικρίνειας και επιμέλειας (Ψυχομάνης, Τραπεζικό δίκαιο-Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων, Τεύχος Ι, 2008, σελ. 31 επ.)».

Πρόσθεσε ότι «από τις συναλλακτικές αυτές σχέσεις μεταξύ των τραπεζών και πελατών δημιουργούνται, πέρα από τις συμβατικές δεσμεύσεις, και παρεπόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες εντάσσονται τόσο στο πεδίο προσυμβατικής όσο και στο πεδίο της ενδοσυμβατικής ευθύνης και οι οποίες εξειδικεύουν την αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, επιβάλλοντας μια σχέση αυξημένης προστασίας του ασθενέστερου συμβαλλομένου από τον ισχυρότερο (για τις κατ’ άρθρο 288 ΑΚ παρεπόμενες υποχρεώσεις, στο πλαίσιο της συμπληρωματικής λειτουργίας της καλής πίστης, βλ. Γεωργιάδη, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2015, 198 επ.)».

Αυξημένη προστασία του ασθενέστερου συμβαλλομένου
Παραπέμποντας στη νομολογία, σημειώνει πως «αυτό συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους: α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας με τους πελάτες τους και ε)η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της (ΕφΑθ 4617/2012, ΔΕΕ 12/2012, 1165 επ.)».