Παράνομη κρίθηκε -για πρώτη φορά στα χρονικά του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)– η θητεία προέδρου τμήματος σχολής και μάλιστα με τη σφραγίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας μας.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Μίνας Μουστάκα και του In.gr, οι ανώτατοι δικαστές μέσα στις δέκα σελίδες της απόφασής τους ξεκαθαρίζουν επί της ουσίας το νομικό τοπίο για την ανακήρυξη της υποψηφιότητας και την εκλογή ενός πανεπιστημιακού καθηγητή ως προέδρου Τμήματος και ερμηνεύοντας τον νόμο 4485/2017 για την «Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις» χαράσσουν όλες εκείνες τις «γραμμές» που κρίνουν αναγκαίες για την ομαλή λειτουργία της άσκησης των οργάνων της διοίκησης των ΑΕΙ σύμφωνα με τις επιταγές του νομοθέτη.
Ευθυγραμμιζόμενοι απόλυτα με τον νόμο, οι σύμβουλοι επικρατείας αποφαίνονται ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανακηρυχθεί ως υποψήφιος πρόεδρος του Τμήματος για τρίτη συνεχή θητεία προτού παρέλθουν δύο έτη από τη λήξη της δεύτερης θητείας του. Και υπό αυτό το πρίσμα, στο «διά ταύτα» της απόφασής τους αναφέρουν επί λέξει ότι το Δικαστήριο «ακυρώνει την πράξη του Πρύτανη του ΕΚΠΑ, με την οποία διαπιστώθηκε η εκλογή του Προέδρου του Τμήματος της Ιατρικής Σχολής για θητεία δύο ετών από 1.9.2019 έως 31.8.2021».
Ο νομοθέτης και το δημόσιο συμφέρον
Το κώλυμα αυτό της εκλογιμότητας, επισημαίνουν στο σκεπτικό της απόφασής του οι δικαστικοί λειτουργοί, «θεσπίστηκε από τον νομοθέτη με πρόδηλο σκοπό δημοσίου συμφέροντος» που προσδιορίζεται στην ίδια απόφαση ως εξής: «Να αποτρέπεται η επί μακρόν και για συνεχή χρονικά διαστήματα άσκηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων των μονομελών οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ από τα ίδια πρόσωπα».
Επισημαίνουν μάλιστα ότι το κώλυμα της εκλογιμότητας, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, συντρέχει ακόμα κι αν ο απερχόμενος πρόεδρος του Τμήματος έχει αναδειχθεί στο αξίωμα αυτό είτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ισχύοντος νόμου, είτε με βάση διατάξεις προϊσχυσάντων νόμων. Και επεξηγούν πως «αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία το κώλυμα επανεκλογής για τρίτη συνεχή θητεία συντρέχει μόνο για όσους εκλέγονται στο αξίωμα αυτό μετά την ισχύ του νόμου 4485/2017, θα αντέκειτο ευθέως στον ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μάλιστα επιδιώκεται, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, διαχρονικώς από τον νομοθέτη».
Πώς έφτασε στο ΣτΕ η υπόθεση
Η υπόθεση αυτή, που έχει να κάνει με τη λειτουργία των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο με αφορμή την επανεκλογή του προέδρου του Τμήματος στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, ο οποίος μετά από δύο συνεχόμενες θητείες υπέβαλε υποψηφιότητα για τρίτη συνεχόμενη φορά.
Ετσι, ο εν λόγω υποψήφιος εκλέχτηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά στην προεδρία της Ιατρικής Σχολής και τελικά με πράξη του πρύτανη του ΕΚΠΑ διαπιστώθηκε η εκλογή του για θητεία άλλων δύο ετών που έληγε στο τέλος Αυγούστου του 2021.
Από την πλευρά του, ένας από τους καθηγητές που διεκδικούσε την προεδρία της Ιατρικής Σχολής υπέβαλε αρχικά ένσταση στο υπουργείο Παιδείας, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, και ως ύστατο καταφύγιο για την αποκατάσταση της νομιμότητας επέλεξε την προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η αρνητική γνωμοδότηση
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη δικαστική απόφαση, στο πρακτικό της ανακήρυξης των υποψηφίων «γίνεται επίκληση γνωμοδότησης της προϊσταμένης του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του ΕΚΠΑ, με την οποία είχε δοθεί αρνητική απάντηση επί του ερωτήματος που είχε τεθεί από τον πρύτανη του ΕΚΠΑ, αν οι διανυθείσες θητείες στα αξιώματα του κοσμήτορα, του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου και του διευθυντή Τομέα που προέκυψαν από εκλογή με προϊσχύουσες του νόμου του 2017 διατάξεις υπολογίζονται στις θητείες του νόμου αυτού». Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση αυτή, οι διατάξεις του νόμου «δεν έχουν αναδρομική ισχύ, διότι υπό αντίθετη εκδοχή θα στερούσαν αδικαιολόγητα από τα μέλη ΔΕΠ που κατείχαν τα αξιώματα αυτά κατόπιν εκλογής τους με τις προϊσχύουσες διατάξεις τη δυνατότητα υποβολής υποψηφιότητας για την κατάληψη των συγκεκριμένων αξιωμάτων».
Το πρακτικό της Εφορευτικής Επιτροπής προσέβαλε ο καθηγητής, ο οποίος τελικά προσέφυγε στο ΣτΕ, καταθέτοντας ένσταση στην οποία υποστήριξε ότι μια τέτοια ανακήρυξη αντιτίθεται ρητά στο γράμμα του νόμου, γιατί ο συνάδελφός του διεκδικούσε για τρίτη φορά το αξίωμα του προέδρου του Τμήματος πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια από το τέλος της προηγούμενης θητείας του, η οποία έληγε στις 31.8.2019.
Η απόρριψη της ένστασης
Η ένσταση απορρίφθηκε με πράξη της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής, ακολούθως διεξήχθη η επίδικη εκλογική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας επανεξελέγη για τρίτη φορά ο ίδιος πρόεδρος στο Τμήμα της Ιατρικής, ο οποίος συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων, ενώ ο προσφεύγων στο ΣτΕ καθηγητής κατέλαβε την τρίτη θέση. Η εκλογή του καθηγητή ως προέδρου της Ιατρικής «διαπιστώθηκε» με πράξη του πρύτανη του ΕΚΠΑ για θητεία δύο ετών από 1-9-2019 έως 31-8-2021. Το επόμενο στάδιο μετά την υποβολή ένστασης στο υπουργείο Παιδείας, για την οποία δεν έλαβε απάντηση, ήταν η προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου μετά από πέντε αναβολές, κυρίως για λόγους συνδεόμενους με την πανδημία, έφτασε να συζητηθεί λίγους μήνες προτού λήξει και η τρίτη θητεία του προέδρου του Τμήματος.
Διατηρούν το κύρος τους οι πράξεις των οργάνων
Μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η Νομική Υπηρεσία του ΕΚΠΑ επικαλούμενη πάγια νομολογία του ΣτΕ διατύπωσε την άποψη, χωρίς ωστόσο να υπογράφει την εν λόγω γνωμοδότηση, ότι το μη νόμιμο του διορισμού διοικητικού οργάνου δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση λόγο ακυρότητας των πράξεων των οργάνων αυτών, οι οποίες διατηρούν το κύρος τους και μετά την ανάκληση από την αρμόδια αρχή ή την ακύρωση με δικαστική απόφαση.
Στη συνέχεια επισημαίνει ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δημοσιεύθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2021, δηλαδή μετά τη λήξη της θητείας του προέδρου του Τμήματος της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, και συνεπώς σε όλη της διάρκεια της θητείας του (σύμφωνα πάντα με την αρμόδια Νομική Υπηρεσία) η πράξη επικύρωσης της εκλογής του ήταν ισχυρή και δεν είχε ακυρωθεί. Ως εκ τούτου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «και οι πράξεις που εκδόθηκαν από συλλογικά όργανα με τη συμμετοχή του Προέδρου της Ιατρικής Σχολής δεν είναι παράνομες, λόγω της εκ των υστέρων ακύρωσης της διαπίστωσης της εκλογής τους στη θέση αυτή».