Η ανοσία Μητσοτάκη στις σειρήνες του λαϊκισμού

Στη μάχη των εντυπώσεων ρίχτηκε, για ακόμα μια φορά, ο Αλέξης Τσίπρας

Βασίλης Βρανάς

 

 

Στη μάχη των εντυπώσεων ρίχτηκε, για ακόμα μια φορά, ο Αλέξης Τσίπρας,
ανακοινώνοντας κατά τη χθεσινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στο Ζάππειο
ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα απέχει από τις μελλοντικές ψηφοφορίες στην Βουλή.
Τα ακριβή λόγια του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν: «Όσο ο κ.
Μητσοτάκης θα αρνείται να πράξει το αυτονόητο, να προσφύγει στην κρίση του
ελληνικού λαού για όσα εναντίον της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου
διέπραξε, ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα νομιμοποιεί το νομοθετικό έργο μιας κυβέρνησης της
εκτροπής» και, επομένως, «από εδώ και στο εξής, με εξαίρεση τη συμμετοχή μας
για ευνόητους λόγους στην αντιμετώπιση της προσπάθειας να επανέλθει στο
προσκήνιο η εγκληματική συμμορία των νεοναζί -με εξαίρεση τη συμμετοχή μας σε
αυτή τη διαδικασία αν υπάρξει νομοθετική διαδικασία για αυτό- θα απέχουμε από
κάθε ψηφοφορία στην Βουλή».

Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για ένα ακόμα επικοινωνιακό πυροτέχνημα το οποίο
καταδεικνύει την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει ουσιαστικές προτάσεις και
ιδέες στο δημόσιο διάλογο. Ως εκ τούτου καταφεύγει σε αδιέξοδες κινήσεις (όπως
λόγου χάριν η πρόσφατη πρόταση δυσπιστίας) που δεν παράγουν πολιτικά
αποτελέσματα -παρά δημιουργούν ωραίους τίτλους ειδήσεων για τα φίλα
προσκείμενα ΜΜΕ.

Το σίγουρο είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας με τις κινήσεις αυτές καταλήγει, όπως πολύ
σωστά επεσήμανε ο υπουργός Επικρατείας κ. Γιώργος Γεραπετρίτης, να περιφρονεί
την ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Με δυο λόγια, αμφιβάλω ότι οι τακτικές αυτές του κ. Τσίπρα θα αποδώσουν έστω
και επικοινωνιακούς καρπούς. Το σίγουρο όμως είναι ότι έκανε ένα ωραίο «δώρο»
στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ καθώς χωρίς αυξημένες, πλέον,
κοινοβουλευτικές υποχρεώσεις, οι βουλευτές θα έχουν περισσότερο χρόνο να
τρέξουν στις εκλογικές τους περιφέρειες.

Το ευτύχημα είναι ότι μέσα σε όλα αυτά τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα της
αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν παρασύρεται ποτέ από τις σειρήνες
του λαϊκισμού, αποδεικνύοντας για ακόμα μία φορά ότι βλέπει τις εκλογές ως
σοβαρότατη διαδικασία και όχι ως «παιχνίδι» εντυπώσεων.