Μήνυση κατά της ανακρίτριας και του εισαγγελέα Χανίων, που χειρίζονται την υπόθεση σχετικά με τους θανάτους ηλικιωμένων στο γηροκομείο της Αγίας Σκέπης στα Χανιά, υπέβαλλαν η ιδιοκτήτρια του οίκου ευγηρίας και η κόρη της, που είναι προσωρινά κρατούμενες εδώ και ένα χρόνο.
Οι δύο γυναίκες κατηγορούν ευθέως την ανακρίτρια και τον εισαγγελέα για κατάχρηση εξουσίας, καθώς τους άσκησαν ποινική δίωξη για απάτη, αδίκημα διωκόμενο μόνο μετά από έγκληση με τον νέο Ποινικό Κώδικα, εκθέτοντας σε κίνδυνο νέας προφυλάκισης, χωρίς να έχουν τέτοιο νομικό δικαίωμα. Επιμένουν ότι εναντίον τους «υπήρξε μια ενορχηστρωμένη και άδικη επίθεση από διάφορους αλλά και από τα τοπικά και μη ΜΜΕ με αποτέλεσμα να ασκηθούν σε βάρος μας ποινικές διώξεις πέρα από κάθε φαντασία και λογική, όπως για δήθεν ανθρωποκτονίες από πρόθεση (!) κ.α». με αποτέλεσμα «άδικα να βρισκόμαστε σχεδόν ένα χρόνο σε κατάσταση προσωρινής κράτησης».
Σύμφωνα με το dikastiko.gr, oι δυο γυναίκες καταλογίζουν μάλιστα δόλο στους δυο λειτουργούς της Δικαιοσύνης , αφού όπως λένε γνώριζαν ότι η δίωξη δεν εδράζεται στο νόμο κι όμως «(εν γνώσει τους), μας εξέθεσαν σε δίωξη αν και είμαστε αθώες».
Όπως περιγράφουν η τρόφιμος απεβίωσε το 2017 , κι ενώ μετά την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα το 2019, το αδίκημα διώκεται μόνο μετά από έγκληση και μάλιστα από στενούς συγγενείς βρέθηκαν κατηγορούμενες μετά από έγκληση από μη δικαιούμενα πρόσωπα που υποβλήθηκε 4 χρόνια μετά.
Ομως όπως λένε, η η μεν εισαγγελέας γνώριζε «όταν άσκησε την ποινική δίωξη και παρήγγειλε κύρια ανάκριση (17.06.22) είχε δει, επισκοπήσει και μελετήσει το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η συγγενική σχέση των εγκαλούντων (ανιψιές), το έτος θανάτου και η ανυπαρξία έγκλησης ή μήνυσης εκ μέρους της φερομένης ως παθούσας όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (Οκτώβρης 2014 μέχρι του θανάτου της 28.12.2017).
Η ίδια δε γνώριζε πολύ καλά, ως εισαγγελικός λειτουργός, και το άρθρο 115 παρ. 4 του νέου ΠΚ, που είναι σχεδόν ίδιο με το άρθρο 118 παρ. 4 του προϊσχύσαντος ΠΚ και που προβλέπει ότι σε περίπτωση θανάτου του παθόντος το δικαίωμα εγκλήσεως μεταβιβάζεται ΜΟΝΟΝ στον επιζώντα σύζυγο, σε αυτόν που συμβίωνε με τον παθόντα έως τον θάνατό του, στα τέκνα του και, αν αυτοί δεν υπάρχουν, στους γονείς του. ΚΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟΣ δεν δικαιούται σε άσκηση έγκλησης. Επομένως γνώριζε πολύ καλά ότι οι ανιψιές δεν αναφέρονται στον ΠΚ και δεν έχουν κανένα δικαίωμα σε άσκηση μηνυσης».
Για τον δε ανακριτή αναφέρουν πως, ενώ τα γνώριζε κι αυτός όλα αυτά, συνέταξε κατηγορητήριο σε βάρος τους και «παρότι αθώες μας εξέθεσαν εν γνώσει τους σε ποινική δίωξη για κακουργηματικό αδίκημα (απάτη)».
«Οι εντολείς μας ζητάνε την πλήρη διαλεύκανση»
Όπως αναφέρουν σε δήλωσή τους, οι δικηγόροι Βασίλης Χειρδάρης και Νίκος Ρουσσόπουλος, «με θεσμική ανησυχία και έντονο προβληματισμό καταθέτουμε μήνυση εναντίον δύο προσώπων που διαθέτουν δικαστική ιδιότητα και θεσμικό ρόλο, κατόπιν ρητής εντολής των εντολέων μας που την υπέγραψαν και μας εξουσιοδότησαν.
Με πλήρη σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας των μηνυομένων οι εντολείς μας ζητάνε την πλήρη ποινική διαλεύκανση μιας υπόθεσης που διαθέτει παράνομες, μη νόμιμες και ασυνήθιστες ποινικές διώξεις σε βάρος τους.
Συγκεκριμένα καταθέτουμε μήνυση για κατάχρηση εξουσίας κατά αντεισαγγελέα πρωτοδικών και ανακριτή επειδή εξέθεσαν τις μηνύτριες σε ποινική δίωξη και ανάκριση για κακουργηματική απάτη, αδίκημα που διώκεται κατ΄έγκληση ενώ δεν υπήρχε έγκληση από δικαιούμενο πρόσωπο και η πράξη ήταν απολύτως ανέγκλητη. Κινήθηκε δηλαδή ποινική διαδικασία από πρόσωπα που ασκούν δικαστική εξουσία για ανύπαρκτο αδίκημα εκθέτοντας σε πολλαπλούς κινδύνους δύο γυναίκες.
Ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών λειτουργών δεν επιτρέπει τέτοιου είδους παρεκκλίσεις και μη νόμιμες και ανύπαρκτες ποινικές διώξεις αθώων πολιτών σε ένα κράτος δικαίου και ευνομίας. Ζητάμε από την Εισαγγελία και τις δικαστικές αρχές να αποδοθούν ευθύνες. Κανείς δεν δικαιούται να εξαιρείται από την υποχρέωση νομιμότητας, πολύ δε περισσότερο οι δικαστικοί λειτουργοί, που είναι ενταγμένοι στη τήρηση του δικαίου και της νομιμότητας».