Πολλά από τα υποκατάστατα κρέατος που κυκλοφορούν στην αγορά της Σουηδίας, πιθανότατα και σε άλλες χώρες, δεν προσφέρουν επαρκή επίπεδα σιδήρου και ψευδαργύρου, διαπιστώνει νέα μελέτη,.
Η διαθεσιμότητα τροφίμων που βασίζονται σε φυτικές πρωτεΐνες έχει αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια, καθώς η χορτοφαγία έχει μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και σχετίζεται με οφέλη για την υγεία όπως ο μειωμένος κίνδυνος διαβήτη και καρδιοπαθειών.
Τα οφέλη της χορτοφαγίας έχουν τεκμηριωθεί με μεγάλες μελέτες, όμως οι δυνητικές επιδράσεις των κατεργασμένων φυτικών πρωτεϊνών δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς μέχρι σήμερα, επισημαίνουν σε ανακοίνωσή τους οι ερευνητές του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Τσάλμερς στο Γκέτεμποργκ.
Η μελέτη τους εξετάζει 44 υποκατάστατα κρέατος που πωλούνται στη Σουηδία, τα οποία παράγονται κυρίως από πρωτεΐνη σόγιας και μπιζελιών, συχνά όμως περιέχουν και τέμπε, δηλαδή ζυμωμένους σπόρους σόγιας, καθώς και πρωτεΐνες από μύκητες.
«Μεταξύ των προϊόντων αυτών διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς το διατροφικό περιεχόμενο» λέει η Σεσίλια Μάγιερ Λάμπα, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nutrition.
«Γενικά, η εκτιμώμενη απορρόφηση σιδήρου και ψευδαργύρου από αυτά τα προϊόντα ήταν εξαιρετικά μικρή» αναφέρει.
Ο λόγος είναι ότι τα προϊόντα αυτά περιέχουν υψηλά επίπεδα ενώσεων του φυτικού οξέος, οι οποίες δεσμεύουν τον σίδηρο και τον ψευδάργυρο και εμποδίζουν την απορρόφησή του από το έντερο.
Οι ενώσεις αυτές προϋπάρχουν σε φυτικά προϊόντα όπως τα όσπρια και τα δημητριακά, όμως η συγκέντρωσή τους αυξάνεται σημαντικά κατά τη διαδικασία απομόνωσης της φυτικής πρωτεΐνης.
«Αυτός είναι ο λόγος που η λίστα των συστατικών δείχνει υψηλά επίπεδα [σιδήρου και ψευδαργύρου]. Τα μέταλλα όμως είναι δεσμευμένα από ενώσεις του φυτικού οξέος και δεν μπορούν να απορροφηθούν» εξηγεί η ερευνήτρια.
Υψηλότερα επίπεδα βιοδιαθέσιμου σιδήρου βρέθηκαν σε προϊόντα τέμπε, καθώς η ζύμωση των σπόρων σόγιας βασίζεται σε μικροοργανισμούς που διασπούν τις ενώσεις του φυτικού οξέος.
Δυνητικά υψηλότερα είναι και τα επίπεδα βιοδιαθέσιμου σιδήρου σε προϊόντα με μυκοπρωτεΐνες, ωστόσο οι ερευνητές αμφιβάλλουν για το κατά πόσο τα τοιχώματα των κυττάρων των μυκήτων διασπώνται στο ανθρώπινο έντερο.
Η έλλειψη σιδήρου παραμένει σημαντικό πρόβλημα παγκοσμίως, ειδικά για τις γυναίκες που χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες ώστε να αναπληρώνουν τον σίδηρο που χάνεται με το αίμα της περιόδου.
Στην Ευρώπη, το πρόβλημα εκτιμάται ότι αφορά το 10 με 32 τοις εκατό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και σχεδόν ένα στα τρία κορίτσια σχολικής ηλικίας.
Οι γυναίκες είναι εξάλλου πιθανότερο να ακολουθούν χορτοφαγική διατροφή και να αποφεύγουν το κόκκινο κρέας, το οποίο είναι η κύρια πηγή σιδήρου που απορροφάται εύκολα.