Βρισκόμαστε προ των πυλών ενός ακόμη χειμώνα, με την πανδημία να παραμένει στη ζωή μας. Γνωρίζουμε ήδη ότι αυτή η εποχή ευνοεί ιδιαίτερα τη μετάδοση του ιού και αναζητάμε τρόπους να την εμποδίσουμε. Πώς μπορούμε να προστατευθούμε; Ελέγχοντας τις συνθήκες που επικρατούν στους εσωτερικούς χώρους όπου κινούμαστε, υποστηρίζει νέα μελέτη ερευνητών του ΜΙΤ, σύμφωνα με την οποία η παρουσία μιας σχετικής ποσότητας υγρασίας σε εσωτερικούς χώρους μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά, εμποδίζοντας τη μετάδοση του ιού. Τα νέα ευρήματα δημοσιεύονται στο Journal of the Royal Society Interface.
Η σχετική υγρασία είναι το ποσοστό υγρασίας στον αέρα αναλογικά με τη συνολική υγρασία που μπορεί να διατηρήσει ο αέρας σε μια δεδομένη θερμοκρασία πριν κορεσθεί και σχηματιστεί συμπύκνωση. Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του ΜΙΤ, η διατήρηση μιας εσωτερικής σχετικής υγρασίας μεταξύ 40 – 60% σχετίζεται με σχετικά χαμηλότερα ποσοστά λοιμώξεων και θανάτων από COVID-19. Χαμηλότερα ή υψηλότερα ποσοστά υγρασίας από αυτά συνδέονται με πιο σοβαρές επιπτώσεις από την COVID-19.
Από την έναρξη της πανδημίας, οι επιστήμονες εξετάζουν εάν η μεταδοτικότητα του ιού επηρεάζεται από τις εξωτερικές καιρικές συνθήκες. Οι Verheyen και Bourouiba, ωστόσο, ήθελαν να μελετήσουν εάν οι συνθήκες στους εσωτερικούς και όχι τους εξωτερικούς χώρους που επηρεάζουν τη μετάδοση. «Οι πιο πολλές κοινωνίες περνούν περισσότερο από το 90% του χρόνου τους σε εσωτερικούς χώρους, όπου έχει αποδειχθεί ότι λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος της μετάδοσης του ιού. Επιπλέον, οι συνθήκες εσωτερικών χώρων μπορεί να διαφέρουν αρκετά από τις εξωτερικές συνθήκες ως αποτέλεσμα συστημάτων κλιματισμού, όπως οι θερμαντήρες που στεγνώνουν σημαντικά τον εσωτερικό αέρα», σχολιάζουν.
Η ομάδα ανέλυσε δεδομένα COVID-19 από την πρώιμη περίοδο της πανδημίας, πριν την εμφάνιση των εμβολίων. Συγκέντρωσαν, συγκεκριμένα, στοιχεία για κρούσματα και θανάτους από κορωνοϊό της περιόδου Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020, καθώς και μετεωρολογικές μετρήσεις από 121 χώρες για το ίδιο διάστημα. Συνέλεξαν επίσης τις πολιτικές κάθε χώρας για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Μελέτησαν, αρχικά, την εξωτερική σχετική υγρασία και στη συνέχεια υπολόγισαν τη μέση σχετική υγρασία εσωτερικών χώρων. Τέλος, συνέλεξαν πειραματικά δεδομένα, τα οποία χρησιμοποίησαν για να επικυρώσουν την κατά προσέγγιση εκτίμησή τους. Υπέθεσαν, επιπλέον, ότι κατά μέσο όρο, οι περισσότεροι πληθυσμοί έχουν τα μέσα να θερμάνουν εσωτερικούς χώρους.
Σε θερμότερες εποχές, η σχετική υγρασία τόσο σε εξωτερικούς, όσο και σε εσωτερικούς χώρους ήταν περίπου η ίδια σε όλες τις χώρες, παρουσίαζε ωστόσο μεγάλη απόκλιση κατά τα πιο ψυχρά διαστήματα. Επιπλέον, ενώ η εξωτερική υγρασία παρέμεινε γύρω στο 50% καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η σχετική υγρασία εσωτερικών χώρων έπεσε κάτω από 40% στις ψυχρότερες περιόδους, όταν τα κρούσματα COVID-19 και οι θάνατοι αυξήθηκαν σε αυτές τις περιοχές.
Στις τροπικές χώρες, η σχετική υγρασία ήταν περίπου η ίδια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με σταδιακή άνοδο κατά τη θερινή περίοδο, σημειώνοντας ποσοστά άνω του 60%. Την ίδια περίοδο αυξάνονταν επίσης τα κρούσματα και οι θάνατοι από κορωνοϊό σε αυτά τα μέρη.
Σχεδόν όλες οι περιοχές της μελέτης παρουσίασαν λιγότερα κρούσματα και θανάτους από COVID-19 σε περιόδους όπου η εκτιμώμενη σχετική υγρασία σε εσωτερικούς χώρους κυμαινόταν μεταξύ 40 και 60%.
«Διαπιστώσαμε ότι καταγράφηκαν περισσότεροι θάνατοι από COVID-19 στα χαμηλά και υψηλά επίπεδα σχετικής υγρασίας σε εσωτερικούς χώρους και λιγότεροι στο εύρος 40 – 60%. Αυτό το παράθυρο ενδιάμεσης σχετικής υγρασίας συνδέθηκε με λιγότερους θανάτους και επιβράδυνση της πανδημίας. Υπάρχει δυνητικά προστατευτική επίδραση», σχολίασε ο Connor Verheyen, επικεφαλής συγγραφέας και φοιτητής Ιατρικής Μηχανικής και Ιατρικής Φυσικής στο Πρόγραμμα Επιστημών και Τεχνολογίας Υγείας του Harvard-MIT.
«Ο αερισμός εσωτερικών χώρων παραμένει κρίσιμος», λέει η συνεργάτης συγγραφέας Lydia Bourouiba, διευθύντρια του MIT Fluid Dynamics of Disease Transmission Laboratory και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο MIT. «Ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι η διατήρηση μιας εσωτερικής σχετικής υγρασίας σχετίζεται με μειωμένα κρούσματα και θανάτους από COVID-19».
«Διαπιστώσαμε ότι ακόμη και συνυπολογίζοντας τις πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας, η σχετική υγρασία σε εσωτερικούς χώρους διατηρούσε μια ισχυρή σχέση με τις επιπτώσεις της COVID-19», αποκάλυψε η δρ. Bourouiba.
Δεν είναι ακόμη σαφές πώς η σχετική υγρασία σε εσωτερικούς χώρους επηρεάζει τα αποτελέσματα της COVID-19, όμως οι μελέτες παρακολούθησης της ομάδας δείχνουν ότι τα παθογόνα μπορεί να επιβιώσουν περισσότερο στα αναπνευστικά σταγονίδια τόσο σε πολύ ξηρές, όσο και σε πολύ υγρές συνθήκες.
«Η συνεχιζόμενη μελέτη μας δείχνει ότι υπάρχουν αναδυόμενες ενδείξεις δεσμών μεταξύ αυτών των παραγόντων. Προς το παρόν, ωστόσο, μπορούμε να πούμε ότι η σχετική υγρασία σε εσωτερικούς χώρους μπορεί να αποτελέσει μοχλό μετριασμού της μετάδοσης του κορωνοϊού. Γι’ αυτό είναι καλό οι άνθρωποι να προσπαθούν να διατηρούν ένα εύρος υγρασίας 40 – 60%, συνεχίζοντας παράλληλα να αερίζουν τους χώρους», κατέληξε η δρ. Bourouiba.