Αυξημένη επαγρύπνηση και επιτάχυνση των διαδικασιών ανάπτυξης νέων θεραπειών για την άνοια ζήτησε το βρετανικό Κέντρο Έρευνας για τη νόσο Αλτσχάιμερ, μετά τη διαπίστωση ότι 1 στους 5 ανθρώπους που πέθαναν από COVID-19 το 2020 και το 2021 ζούσε με την πάθηση.
Σύμφωνα με νέα στοιχεία, που δημοσιοποίησε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας, ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του κορωνοϊού στην Αγγλία και την Ουαλία το 2021 έπασχε από άνοια. Συνδυάζοντας αυτά τα στοιχεία με τα αντίστοιχα του 2020, προέκυψε ότι εκ των 137.321 ασθενών που έχασαν τη ζωή τους από τον πανδημικό ιό, οι 30.043 -δηλαδή το 21.8%- ζούσε με αυτή τη νόσο.
Το κορυφαίο φιλανθρωπικό ίδρυμα έρευνας για την άνοια στο Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι αυτά τα στοιχεία υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη να προχωρήσουν οι έρευνες για την άνοια. Ο επικεφαλής πολιτικής στο Κέντρο Έρευνας για τη νόσο Αλτσχάιμερ της Βρετανίας, David Thomas δήλωσε: «Γνωρίζουμε εδώ και αρκετό καιρό ότι τα άτομα με άνοια έχουν πληγεί δυσανάλογα σκληρά από την έλευση της πανδημίας. Τα νέα δεδομένα, ωστόσο, χρησιμεύουν ως μια σημαντική υπενθύμιση της αυξανόμενης πρόκλησης που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι αυτοί, καθώς και της επείγουσας ανάγκης να καταπολεμηθούν τα προβλήματα που προκύπτουν για τους πάσχοντες. Οι ασθενείς με άνοια είναι πιθανότερο να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρά συμπτώματα COVID-19. Για το λόγο αυτό, πρέπει να βρούμε νέους και καλύτερους τρόπους θεραπείας και να μειώσουμε τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, εάν θέλουμε να προστατεύσουμε τους ανθρώπους στο μέλλον. Είναι, επομένως, σημαντικό να δοθεί προτεραιότητα στην έρευνα για την άνοια».
Το ερευνητικό κέντρο ζήτησε, μάλιστα, από την βρετανική κυβέρνηση να σχηματίσει μία ομάδα μελέτης για τα φάρμακα κατά της άνοιας, ως μέρος της ευρύτερης κυβερνητικής στρατηγικής για τη νόσο, με στόχο να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα στο μέλλον.
«Καλούμε την κυβέρνηση να δημιουργήσει μια ερευνητική ομάδα για την άνοια, εφαρμόζοντας την ίδια προσέγγιση με την COVID-19, με στόχο να βρεθούν θεραπείες, που θα αλλάξουν τη ζωή των ασθενών», καταλήγει ο David Thomas.