Τον κίνδυνο οι γιατροί να χάσουν μία από τις αποτελεσματικότερες θεραπείες κατά της Covid-19, το νέο αντιικό φάρμάκο Paxlovid της αμερικανικής εταιρείας Pfizer, εκφράζουν ερευνητές.
Οι πωλήσεις του νέου αντιικού φαρμάκου της Pfizer έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς το χάπι έχει αποδειχτεί ότι μειώνει την πιθανότητα σοβαρής νόσου Covid-19. Υπάρχει, όμως, και μία πιο ανησυχητική όψη του νομίσματος: Ο κορωνοϊός μπορεί να μεταλλαχθεί με τρόπους που τον καθιστούν λιγότερο ευάλωτο στο Paxlovid, όπως δείχνουν νέες εργαστηριακές μελέτες, σύμφωνα με το περιοδικό «Science».
Οι ερευνητές έχουν βρει μερικές από αυτές τις μεταλλάξεις στις νέες παραλλαγές του ιού που κυκλοφορούν στους ανθρώπους που μολύνονται, γεγονός που εγείρει ανησυχίες ότι είναι θέμα χρόνου ένα από τα καλύτερα «όπλα» κατά της Covid-19 να χαθεί από τη «φαρέτρα» των γιατρών. Όπως το έθεσε ο ιολόγος Ντέηβιντ Χο του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, «όταν ασκείς πίεση στον ιό, αυτός διαφεύγει».
Μολονότι αυτές οι νέες μεταλλάξεις διαφυγής ακόμη δεν έχουν εξαπλωθεί, ο Χο και πολλοί άλλοι επιστήμονες θεωρούν ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου. «Δεδομένου του αριθμού των λοιμώξεων εκεί έξω, πρόκειται να συμβεί», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Χο.
Είχαν προηγηθεί αναφορές ότι έχει βρεθεί ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων με λοίμωξη Covid-19 (σχεδόν 2%) που όταν κάνουν την πενθήμερη θεραπεία με Paxlovid, στην αρχή νιώθουν καλύτερα, αλλά στη συνέχεια τα συμπτώματά τους αναζωπυρώνονται. Επίσης, έχουν αυξηθεί τα ερωτήματα κατά πόσο το Paxlovid βοηθά όσους δεν ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση λόγω κορωνοϊού.
Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ χορήγησε επείγουσα άδεια χρήσης του φαρμάκου τον Δεκέμβριο του 2021 και στη χώρα το Paxlovid -το οποίο αποτελείται από τον συνδυασμό του ενεργού αντιικού nirmatrelvir με το ritonavir που επιβραδύνει τη διάσπαση του πρώτου στο σώμα- χορηγείται μόνο σε όσους έχουν παράγοντες κινδύνου για πιθανή εμφάνιση βαριάς Covid-19. Σήμερα, πάνω από 160.000 συνταγογραφήσεις του Paxlovid γίνονται στις ΗΠΑ κάθε εβδομάδα, έναντι μόνο 40.000 στα μέσα Απριλίου, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (CDC).
Αυτή η ολοένα συχνότερη χορήγηση του Paxlovid ευνοεί την ανάδυση νέων ανθεκτικότερων μεταλλάξεων στον κορωνοϊό. Καθώς κάθε μολυσμένος άνθρωπος παράγει τρισεκατομμύρια αντίγραφα του ιού, αυτός έχει άφθονες ευκαιρίες να δοκιμάσει διαφορετικές μεταλλάξεις όταν αναπαράγεται. Μέχρι στιγμής, πάντως, αυτές οι μεταλλάξεις δεν φαίνεται να έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα του Paxlovid. Όμως, οι τελευταίες μελέτες, οι οποίες έχουν προς το παρόν μόνο προδημοσιευθεί κυρίως στο bioRxiv, παρέχουν ενδείξεις ότι ο ιός αναπτύσσει σταδιακά μεγαλύτερες αντιστάσεις, κάτι που στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί και σε άλλα αντιικά φάρμακα.
«Είναι απλώς θέμα χρόνου να δούμε την αντίσταση να εμφανίζεται», δήλωσε και ο αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής Χημείας Τζουν Γουάνγκ του πανεπιστημίου Ράτγκερς του Νιού Τζέρσι. Πάντως, η Pfizer θεωρεί ότι το φάρμακό της θα αποτρέψει τις ανθεκτικές μεταλλάξεις, καθώς, μεταξύ άλλων, οι ασθενείς παίρνουν το Paxlovid μόνο για λίγες ημέρες.
Οι επιστήμονες θεωρούν πιθανό ότι η παράλληλη χορήγηση πολλών αντιικών φαρμάκων μπορεί να βοηθήσει στο να αποτραπεί η ανάπτυξη αντίστασης, κάτι που έχει διαπιστωθεί σε άλλους ιούς, όπως ο HIV και της ηπατίτιδας C. Το άλλο εγκεκριμένο αντιικό φάρμακο σε μορφή χαπιού, το molnupiravir (μολνουπιραβίρη) της Merck, έχει αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματικό από το Paxlovid, ενώ έχει εγείρει και ανησυχίες από άποψη ασφάλειας, καθώς μπορεί να προκαλέσει τυχαίες γενετικές μεταλλάξεις του κορονοϊού, κάτι που πιθανώς μπορεί να οδηγήσει σε δυνητικά επικίνδυνες νέες παραλλαγές του, όπως φοβούνται μερικοί επιστήμονες.
Το τρίτο και παλαιότερο αντιικό ενδοφλέβιο φάρμακο remdesivir (ρεμδεσιβίρη), το οποίο εμποδίζει τον ιό να αντιγράφει το γονιδίωμά του, έχει εγκριθεί μόνο για νοσηλευόμενους ασθενείς. Μία πρόσφατη μελέτη σε τρωκτικά αναφέρει ότι ο συνδυασμός molnupiravir και nirmatrelvir είναι πιο αποτελεσματικός κατά του κορονοϊού από ό,τι αν το κάθε αντιικό φάρμακο χορηγείται ξεχωριστά, αλλά αυτό πρέπει να επιβεβαιωθεί με κλινική δοκιμή σε ανθρώπους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ