Νέα επιστημονική μέθοδος εμβαθύνει στη μελέτη των αρχαίων οστών

Τα οστά μπορούν να παρέχουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή των αρχαίων πληθυσμών, τι έτρωγαν, τις αναπαραγωγικές τους συνήθειες, τις ασθένειές τους και τις μεταναστεύσεις που πραγματοποιούσαν

Μια νέα τεχνική για την ανάλυση των αρχαίων οστών που καθιστά δυνατή για πρώτη φορά την ποσοτικοποίηση και χαρτογράφηση σε υψηλή ανάλυση της παρουσίας κολλαγόνου, της πρωτεΐνης που είναι απαραίτητη για την απόκτηση νέων πληροφοριών για την εξέλιξη του ανθρώπου, αναπτύχθηκε από ιταλική επιστημονική ομάδα.

 

Τα οστά μπορούν να παρέχουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή των αρχαίων πληθυσμών, τι έτρωγαν, τις αναπαραγωγικές τους συνήθειες, τις ασθένειές τους και τις μεταναστεύσεις που πραγματοποιούσαν. Ωστόσο, τα οστά δεν μπορούν να μας δώσουν όλες τις πληροφορίες που επιθυμούμε, καθώς οι δυνατότητές τους να μεταφέρουν πληροφορίες περιορίζονται από το πόσο κολλαγόνο διατηρείται σε αυτά. Με τη νέα μέθοδο οι ερευνητές χρησιμοποιούν μια κάμερα σε συνδυασμό με την υπερφασματική απεικόνιση στο εγγύς υπέρυθρο, για να ανιχνεύσουν τη μέση περιεκτικότητα σε κολλαγόνο στα παρατηρούμενα δείγματα. Ο χρόνος που απαιτείται είναι μόλις λίγα λεπτά. Η τεχνική αυτή αναμένεται να υποστηρίξει την επιλογή δειγμάτων που θα υποβληθούν σε ανάλυση με ραδιοάνθρακα για τη ραδιοχρονολογησή τους, που σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι τώρα δεν ήταν δυνατή, λόγω κακής διατήρησης.

Η έρευνα συντονίστηκε από την καθηγήτρια Σάρα Ταλάμο, ενώ συνεργάστηκαν επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια της Μπολόνιας και της Γένοβας.

«Τα αποτελέσματά μας θα προσφέρουν σημαντική πρόοδο στη μελέτη της ανθρώπινης εξέλιξης, καθώς θα είμαστε σε θέση να ελαχιστοποιήσουμε την καταστροφή πολύτιμου οστικού υλικού, που τελεί υπό την προστασία και την ανάδειξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και έτσι θα μας επιτρέψουν να πλαισιώσουμε το πολύτιμο υλικό παρέχοντας μια ακριβή ημερολογιακή ηλικία», αναφέρει η Σάρα Ταλάμο, εκ των συγγραφέων της μελέτης και διευθύντρια του εργαστηρίου Ραδιοχρονολόγησης BRAVHO στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας.

Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό «Communications Chemistry» του ομίλου Nature.

 

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ