Πριν έξι χρόνια, ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν έγινε επίτιμος δημότης Αιγίου και πλέον ορκίστηκε επίσημα Έλληνας πολίτης, στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Βοστώνη.
Ο 54χρονος σκηνοθέτης είναι παντρεμένος από το 2015 με τη Μαρία Κοντό, μια 27χρονη Ελληνίδα που γνώρισε στο Αίγιο. Το ζευγάρι ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα, με αποτέλεσμα η Μαρία να αφήσει πίσω την παλιά της ζωή και να ξεκινήσει μια νέα περιπέτεια στο πλευρό του συζύγου της.
Σε ανακοίνωσή του, το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Λος Άντζελες ανέφερε: «Είμαστε υπερήφανοι που ξεκινήσαμε και ολοκληρώσαμε τη διαδικασία αίτησης για την ελληνική υπηκοότητα του Αλεξάντερ Πέιν Καλώς ήρθατε στην ελληνική μας οικογένεια!».
Ο Πέιν είναι περισσότερο γνωστός για τις ταινίες, Citizen Ruth (1996), Election (1999), About Schmidt (2002), Sideways (2004), The Descendants (2011), Nebraska (2013) και Downsizing (2017). Διακρίνεται για το σκοτεινό χιούμορ του και τις σατιρικές απεικονίσεις της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας, ενώ κέρδισε δύο φορές το Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου και ήταν τρεις φορές υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
O ταλαντούχος σκηνοθέτης γεννήθηκε στην Ομάχα της Νεμπράσκα από τους Πέγκυ και Τζορτζ Πέιν, ιδιοκτήτες εστιατορίων. Ο πατέρας του είναι ελληνικής και γερμανικής καταγωγής και η μητέρα του ελληνικής καταγωγής. Ο παππούς του Πέιν από την πλευρά του πατέρα του, ο Νίκολας «Νικ» Πέιν, είχε το επώνυμο «Παπαδόπουλος». Η οικογένειά του κατάγεται από τρεις περιοχές της Ελλάδας: τη Σύρο, τη Λιβαδειά και το Αίγιο.
Σε συνέντευξή του στην καναδική τηλεόραση, ο Πέιν είχε μιλήσει εκτενώς για τις ελληνικές του ρίζες:
«Είμαι Έλληνας από την Ομάχα. Ο παππούς μου έφτασε στην Ομάχα γύρω στο 1912 με το όνομα Νίκος Παπαδόπουλος. Υπήρχε μια ανθελληνική εξέγερση, οπότε μέχρι το 1915, θεώρησε σκόπιμο να αλλάξει το όνομά του και όχι απλώς να το συντομεύσει σε «Παππάς» όπως κάνουν πολλοί Έλληνες, αλλά να το αμερικανοποιήσει εντελώς. Οι Έλληνες προσκολλώνται στην ταυτότητά τους… Μεγαλώνοντας στην Ομάχα είχα την αίσθηση ότι είμαι μέρος μιας υποκουλτούρας».