Υπέρ της απόσπασης των αρχαιολογικών ευρημάτων από τον σταθμό Βενιζέλου τάσσεται το ΚΑΣ

Το ΚΑΣ ενέκρινε, επίσης, τη μεταφορά και έκθεσή τους σε άλλο χώρο, βάσει μελέτης προστασίας και ανάδειξής τους

Να αποσπαστούν οι αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν εντός του κελύφους του Σταθμού Βενιζέλου, κατά τη β’ φάση της ανασκαφικής διερεύνησης, και οι οποίες καλύπτουν ένα χρονικό ορίζοντα από τον 2ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., γνωμοδότησε ομόφωνα θετικά το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ).

 

Το ΚΑΣ ενέκρινε, επίσης, τη μεταφορά και έκθεσή τους σε άλλο χώρο, βάσει μελέτης προστασίας και ανάδειξής τους.

 

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, το ΚΑΣ γνωμοδότησε ομόφωνα «υπέρ της απόσπασης αρχαίων καταλοίπων των ρωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων, τα οποία συγκροτούν ενιαίο σύνολο με πληρότητα και συνέχεια». Η γνωμοδότηση έγινε «σύμφωνα με την κοινή εισήγηση των αρμοδίων Διευθύνσεων του ΥΠΠΟΑ, εξασφαλίζοντας την περαιτέρω διατήρηση της μαρτυρίας της πολεοδομικής οργάνωσης και του ιστορικού αστικού ιστού της πόλης στη συγκεκριμένη θέση. Τα εν λόγω κατάλοιπα θα μεταφερθούν και θα εκτεθούν σε άλλο χώρο, βάσει μελέτης προστασίας και ανάδειξής τους».

«Οι αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν, εντός του κελύφους του Σταθμού Βενιζέλου, κατά τη β’ φάση της ανασκαφικής διερεύνησης, καλύπτουν ένα χρονικό ορίζοντα από τον 2ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. και προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση της Θεσσαλονίκης κατά τους ρωμαϊκούς, αλλά και τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι την ίδρυση της πόλης, το 315/316 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς τεκμαίρει την θέση και την έκταση της Θεσσαλονίκης, όταν ιδρύθηκε η πόλη», σημειώνεται στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ.

«Τα νεοαποκαλυφθέντα οικοδομικά κατάλοιπα αφορούν σε αποσπασματικά σωζόμενα δίκτυα υποδομών και καταστρώματα του προγενέστερου οδικού άξονα (decumanus) και του κάθετου (cardo) στο ύψος της σημερινής οδού Βενιζέλου. Λουτρικό συγκρότημα, με ψηφιδωτό δάπεδο που εμφανίζει παράσταση ανδρικής μορφής και φέρει την επιγραφή «ΩΡΟΦΟΡΟC» χρονολογείται στο 2ο – 3ο αιώνα μ.Χ., ενώ χώροι δυτικότερα αυτού που χρησιμοποιήθηκαν από τον 1ο αι. π.Χ. μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ., παραπέμπουν σε εργαστηριακή και εμπορική χρήση πριν από τη διαμόρφωση στοάς ρωμαϊκής οδού του 2ου αι. μ.Χ.», προσθέτει η ίδια ανακοίνωση και καταλήγει: «Η μέχρι τώρα ανασκαφή απέδωσε πλήθος ευρημάτων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν αντικείμενα που σχετίζονται με τη θρησκεία, όπως αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση της Θεάς Αθηνάς ή κορμός γυμνής παιδικής μορφής Έρωτα αλλά και τμήμα μαρμάρινου αγαλματιδίου γυμνής γυναικείας μορφής Αφροδίτης και παραπέμπουν σε χώρους δημόσιας χρήσης, αγοράς, αλλά και λατρείας».

 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ