Στον δήμο Αθηναίων παραχωρείται το ιστορικό κτίριο του Παλαιού Εθνικού Τυπογραφείου

Το κτίριο αποτελεί ένα από τα πρώτα δημόσια οικοδομήματα που χτίστηκαν στην Αθήνα το 1834

Στον δήμο Αθηναίων παραχωρείται από το υπουργείο Δικαιοσύνης το ιστορικό κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου, μεταξύ των οδών Σταδίου, Σανταρόζα και Αρσάκη, μέσω της Προγραμματικής Σύμβασης που υπέγραψαν, το πρωί της Πέμπτης, ο υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Τσιάρας, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη και o περιφερειάρχης Αττικής Γιώργος Πατούλης, με τον δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη.

 

Όπως ενημερώνει ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, με βάση την προγραμματική σύμβαση, σήμερα, το κτίριο παραχωρείται δωρεάν για 25 χρόνια από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων στον Δήμο Αθηναίων, που αναλαμβάνει και την υποχρέωση της αποκατάστασης και ανάδειξής του, προκειμένου να μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας εκθέσεων, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, υπό την “ομπρέλα” του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του δήμου. Στόχος είναι -σύμφωνα με την ίδια ανακοίνωση- να αποτελέσει ένα νέο σημείο τέχνης και πολιτισμού τόσο για τους κατοίκους της πόλης όσο και για τους επισκέπτες της. Εξάλλου, με ευθύνη του υπουργείου Δικαιοσύνης, θα δημιουργηθεί ένας μόνιμος εκθεσιακός χώρος για την «Ιστορία της Ελληνικής Δικαιοσύνης», δεδομένου ότι στο κτίριο είχε στεγαστεί για πολλές δεκαετίες το Πρωτοδικείο.

 

Το κτίριο αποτελεί ένα από τα πρώτα δημόσια οικοδομήματα που χτίστηκαν στην Αθήνα το 1834, την περίοδο που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε εδώ από το Ναύπλιο. Στέγασε το πρώτο Εθνικό Τυπογραφείο και Λιθογραφείο, αργότερα στον ίδιο χώρο λειτούργησε το Πρωτοδικείο, ενώ από τις αρχές του 2000, παρέμενε κλειστό.

 

Δηλώσεις

 

Σε δήλωσή του, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, τόνισε: «Ένας ιστορικός χώρος στον οποίο γράφτηκαν πολλές σελίδες της δικαστικής μας ιστορίας περιέρχεται σήμερα στη χρήση του Δήμου Αθηναίων, ώστε να αποτελέσει, επίσημα πλέον, και με τη θεσμική προστασία που απαιτείται, αυτό που πραγματικά είναι: ένα μεγάλο τμήμα του πλούσιου ιστορικού και πολιτιστικού αποθέματος του Δήμου της Αθήνας. Το πρώτο Πρωτοδικείο Αθηνών του νεότερου Ελληνικού Κράτους στην πλατεία Σανταρόζα, περνά, σήμερα, από τα χέρια της Δικαιοσύνης στα χέρια του Πολιτισμού. Στα χέρια των Αθηναίων πολιτών, ώστε να καταστεί ένα σύγχρονο εκθεσιακό κέντρο, ένα κέντρο παραγωγής πολιτισμού και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, διατηρώντας αναπόσπαστα και αναλλοίωτα τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά, αισθητικά και μορφολογικά στοιχεία του διατηρητέου κτιρίου του Πρωτοδικείου της Σανταρόζα. Για την ίδια τη Δικαιοσύνη, η σημερινή μέρα είναι ιστορική. Διότι σε αυτό τον χώρο θα δημιουργηθεί το πρώτο Μουσείο Δικαιοσύνης, στο οποίο θα φιλοξενηθούν εκθέματα της πλούσιας δικαστικής μας ιστορίας. Ευχαριστώ προσωπικά τον δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη για την πολύτιμη συνεργασία του και τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης Πάνο Αλεξανδρή, ο οποίος ως πρόεδρος του ΤΑΧΔΙΚ εργάστηκε συστηματικά για πολλούς μήνες, ώστε σήμερα να κάνουμε αυτό το σημαντικό βήμα για την πόλη των Αθηνών, για τη Δικαιοσύνη και για τον Πολιτισμό».

 

Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, υπογράμμισε: «Η συμμετοχή του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού στη συγκεκριμένη Προγραμματική Σύμβαση Πολιτιστικής Ανάπτυξης υποδηλώνει την πολιτική μας προτεραιότητα, αυτή της αποκατάστασης, ανάδειξης και επανάχρησης εντός του αστικού ιστού ιστορικών κτιρίων, που προστατεύονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για την προστασία των Αρχαιοτήτων και γενικότερα της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μία τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ιστορικό κτήριο του Βασιλικού Τυπογραφείου και Λιθογραφείου και εν συνεχεία του Παλαιού Εθνικού Τυπογραφείου, σε άμεση γειτνίαση με την πλατεία Δικαιοσύνης.

 

Στην καρδιά της πρωτεύουσας και σχεδόν απέναντι από την οικία Αλεξάνδρου Σούτσου, του ευεργέτη των εικαστικών τεχνών της Ελλάδας -επί της Σταδίου 47- της οποίας την αποκατάσταση και την επανάχρηση έχει ήδη δρομολογήσει το ΥΠΠΟΑ -για να φιλοξενήσει μέρος των Συλλογών του Θεατρικού Μουσείου- το κτήριο διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις, προκειμένου να αναδειχθεί σε ένα μοναδικό πολιτιστικό τοπόσημο και πόλο έλξης για τους Αθηναίους και τους επισκέπτες της Αθήνας.

 

Με την αποκατάσταση του κτιρίου υπό την εποπτεία των αρμόδιων υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, συμβάλλουμε ουσιαστικά στη διάσωση και ανάδειξη των ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών και μορφολογικών στοιχείων του κτηρίου, και στην απόδοση χώρων, με σκοπό να μπορούν να εξυπηρετήσουν τις λειτουργικές ανάγκες, για τις οποίες το προορίζει ο δήμος Αθηναίων ως υποδομή για τη φιλοξενία εκθέσεων, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων».

 

Ο περιφερειάρχης Αττικής, Γιώργος Πατούλης, ανέφερε: «Χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί ένα ιστορικό κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, εκεί όπου φιλοξενούνταν το Εθνικό Τυπογραφείο της Αθήνας και μετά το Πρωτοδικείο, μετά και την παραχώρηση του από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, θα ξαναπάρει ζωή και θα γίνει ένας σύγχρονος πόλος πολιτισμού, αλλά κι ένας χώρος που θα έχει μουσειακό χαρακτήρα. Η φυσιογνωμία της πρωτεύουσας αλλάζει, εκσυγχρονίζεται, όπως και όλη η Αττική, και αποκτά ένα πρόσωπο που αξίζουν οι πολίτες της. Συγχαρητήρια σε όλους τους αρμόδιους φορείς. Εύχομαι πολύ σύντομα να έχουμε άλλο ένα κτίριο – κόσμημα στην Αθήνα».

 

Από την πλευρά του, ο δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης, στη δήλωσή του, επισήμανε: «Είναι μια σπουδαία μέρα για όλους. Το ιστορικό αυτό κτίριο που αποτελεί σημαντικό μέρος της αστικής μας μνήμης και που παρέμενε κλειστό για περισσότερες από δύο δεκαετίες, επιτέλους θα αποκατασταθεί με σεβασμό στην ιστορία του, και θα ανοίξει τις πόρτες του, αυτή τη φορά, ως χώρος τέχνης και πολιτισμού, δίνοντας φως και ζωή σε ένα κομβικό σημείο του κέντρου της Αθήνας, την οδό Σταδίου. Τον δρόμο που θέλουμε να αναγεννηθεί και να αποκτήσει τη χαμένη αίγλη του. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια σπουδαία νίκη για την Αθήνα. Θα ήθελα να απευθύνω, πρωτίστως, ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα για την υποστήριξη και τη συνεργασία του στην επίτευξη αυτού του σκοπού».

 

Έργο και χρηματοδότηση

 

Όσον αφορά το έργο, ο δήμος Αθηναίων, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνει: Τη σύνταξη της μελέτης του έργου για την εκτέλεση των αναγκαίων επισκευών, τροποποιήσεων και διαμορφώσεων, σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο εκπόνησης μελετών σε μνημεία και λαμβάνοντας υπόψη τις εγκεκριμένες από το ΥΠΠΟΑ μελέτες, προκειμένου το κτίριο να καταστεί λειτουργικό. Επίσης, αναλαμβάνει την έκδοση των απαιτούμενων αδειών και τη σύνταξη των τευχών για τη δημοπράτηση του έργου. Η ανάθεση της εκτέλεσης του έργου, θα γίνει από τον ∆ήµο Αθηναίων µε δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό, σύμφωνα µε τις ισχύουσες διατάξεις περί δημοπράτησης δημοσίων έργων.

 

Αντίστοιχα, το υπουργείο Δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνει τη σύνταξη μουσειολογικής μελέτης και τη δημιουργία και λειτουργία του Εκθεσιακού χώρου Ιστορίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης στον προβλεπόμενο χώρο του κτιρίου, όπως θα έχει διαμορφωθεί στην τελική φάση. Η δαπάνη για το έργο της αποκατάστασης – ανακαίνισης του κτιρίου, που ανέρχεται σε ύψος 2.524.472,60Euro με πολυετή δέσμευση, θα γίνει από ίδιους πόρους του δήμου Αθηναίων, ωστόσο στην προγραμματική σύμβαση προβλέπεται αναζήτηση νέων πηγών χρηματοδότησης, τόσο εθνικών όσο και ευρωπαϊκών. Αντίστοιχα, από το υπουργείο Δικαιοσύνης προβλέπεται δαπάνη ύψους 161.200,00Euro για τη δημιουργία του Εκθεσιακού Χώρου Ιστορίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης.

 

Για τη λειτουργία του ως χώρου πολιτισμού, η δαπάνη θα χρηματοδοτηθεί επίσης από ίδιους πόρους του Δήμου Αθηναίων, είτε από επιπλέον χρηματοδοτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε εθνικά ή και δωρεές ιδιωτών.

 

Προγραμματική Σύμβαση

 

Η προγραμματική σύμβαση συνάφθηκε ανάμεσα στο υπουργείο Δικαιοσύνης, το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, την περιφέρεια Αττικής, τον δήμο Αθηναίων, το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ), τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ). Με απόφαση του δημάρχου Αθηναίων, Κώστα Μπακογιάννη και μετά από υπόδειξη εκ μέρους των λοιπών συμβαλλομένων των εκπροσώπων τους και των αναπληρωτών τους, συγκροτείται κοινή επταμελής Επιτροπή, η οποία θα ελέγχει την εφαρμογή της Προγραμματικής. Πρόεδρος της θα είναι ένα από τα δύο μέλη που προέρχονται από τον Δήμο.