Τo τραγούδι είναι δυνατό σαν το όπλο. Θέλω να τονίσω περισσότερο τη δύναμη που μπορεί να έχει και η φωνή, όπως μπορεί να έχει κι ένα όπλο. Ούτε αποδέχομαι τη λέξη είδωλο ούτε εκλεκτός, ούτε τίποτα. Είμαι ένας απλός εργάτης, που προσπαθώ να ζω σύμφωνα με αυτά που γράφω», είχε πει στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση, το 1974, σε ένα τρυφερό, ασπρόμαυρο βίντεο ο Γιάννης Μαρκόπουλος, χαμογελαστός, αυθόρμητος, αυθεντικός, με το λευκό, καρό του πουκάμισο και την ανεμελιά της νεότητας. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες, που δημιούργησε μια νέα μουσική γλώσσα με πρωτοποριακές συνθέσεις και χώρεσε όλη την Ελλάδα στη μουσική του με τις λέξεις «επιστροφή στις ρίζες» ως στάση ζωής, έφυγε από τη ζωή, στα 84 του χρόνια, έπειτα από επιπλοκές του καρκίνου.
Νοσηλευόταν από τις αρχές Μαΐου, διασωληνωμένος, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα». Κι εμείς θα τον θυμόμαστε στο Ηρώδειο. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στο Εθνικό, στο Θέατρο Τέχνης, στο Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Στο Queen Elizabeth Hall. Στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας. Στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλλες. Ένα όνομα που ταξίδεψε την Ελλάδα στον κόσμο, από την Αμερική στον Καναδά, στην Αυστραλία και τη Ρωσία μέχρι τη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, σε συναυλίες με συναίσθημα και έντονες εικόνες.
Για τον Γιώργο Νταλάρα υπήρξε «σπουδαίος, ανατρεπτικός, ευφυής, πρωτοπόρος». Για τον Γιώργο Κουμεντάκη, υπηρεσιακό υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, «η μελέτη της παραδοσιακής μουσικής, οι έντονες επιρροές από αυτή και η ανανεωτική της προσέγγιση, μαζί με τη μελοποίηση των μεγάλων Ελλήνων ποιητών -του Ελύτη, του Σεφέρη, του Σολωμού, του Κατσαρού- υπήρξαν από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολύπλευρης πορείας του Γιάννη Μαρκόπουλου, ενός από τους τελευταίους της γενιάς των σπουδαίων μεταπολεμικών Ελλήνων συνθετών».
Με Κούνδουρο και Ντασσέν
Στα 12, εμπνεύστηκε τη μελωδία που αναπτυγμένη αποτελεί τα «Μαλαματένια Λόγια» της «Θητείας». Από παιδί είχε την ικανότητα σύνθεσης μελωδιών. Έφτιαξε καινούργια κάλαντα με τους συμμαθητές του για τη μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Συνεργάστηκε με σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Κούνδουρος και ο Ζυλ Ντασσέν. Δημιούργησε απαιτητικές συνθέσεις για επιδέξια χέρια. Επίμονα και πειθαρχημένα. Μουσικές παρτιτούρες, έργα για φωνές, χορωδία, αφηγητή και ορχήστρα, έργα σκηνής, κύκλους τραγουδιών με ενότητα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο (30 ταινίες), χορευτικές παραστάσεις, τραγούδια για παιδιά…
Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μεγάλωσε στην Ιεράπετρα, γιος του Γεώργιου Μαρκόπουλου, δικηγόρου και νομάρχη σε πολλά μέρη της Ελλάδας, και της Ειρήνης
Αεράκη, με ακούσματα από Αίγυπτο, Λίβανο, Αθήνα, οτιδήποτε «έπιανε» το ραδιόφωνο της εποχής. Με χορούς και τραγούδια της Κρήτης. Και του Αιγαίου. Αλλά και μικρασιάτικα τραγούδια, λαϊκά του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη, λυράρηδες σε τοπικά πανηγύρια. Μεγάλωσε, όπως είχε πει, σε ένα αστικό σπίτι, ενώ θυμόταν τη μητέρα του να παίρνει την κιθάρα και να τραγουδάει… Στη γενέτειρα του πατέρα παρακολούθησε και τα πρώτα μαθήματα στη μουσική, στη θεωρία και το βιολί αλλά και στο κλαρίνο, σε ωδείο της περιοχής, μαθαίνοντας κομμάτια του Μότσαρτ, του Προκόφιεφ, του Βιβάλντι… Συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών, το 1956, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή βιολιού, Ιωσήφ Μπουστίντουι, για να μελετήσει φόρμα, ενορχήστρωση, αρμονικές δομές.
Έγραφε μουσική ενώ παράλληλα φοιτούσε στις Κοινωνικές και Φιλοσοφικές Σπουδές, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, από το οποίο δεν πήρε ποτέ πτυχίο.
«Μικρές Αφροδίτες»
Το 1959 συνέθεσε το «Τρία σκίτσα για χορό» και τέσσερα χρόνια μετά βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το σάουντρακ της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου «Μικρές Αφροδίτες».
Ο σκηνοθέτης, που υπήρξε μακρινός συγγενής του και ήταν εκείνος που τον παρέλαβε από το πλοίο της γραμμής όταν έφτασε από την Κρήτη στην Αθήνα, τον γνώρισε στον Μάνο Χατζιδάκι, στον Μίκη Θεοδωράκη, στον Μάνο Λοΐζο.
Το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, ο διάσημος συνθέτης φεύγει για το Λονδίνο για να εξελίξει τις μουσικές του γνώσεις με τη Βρετανίδα συνθέτρια Ελίζαμπεθ Λάτιενς και να συνθέσει την κοσμική καντάτα «Ήλιος ο πρώτος» σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Όπως και τη μουσική για τη «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Είναι η περίοδος που θα συναντήσει τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου. Στο Λονδίνο όμως ο Γιάννης Μαρκόπουλος θα συνθέσει και τους «Χρησμούς», ένα έργο για συμφωνική ορχήστρα, όπως και τους πρώτους Πυρρίχιους Χορούς, Α, Β και Γ, από τους 24 συνολικά, που ολοκλήρωσε το 2001. Είναι η εποχή που θα γράψει και τη μουσική για την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα για να συνθέσει καινούργια έργα, να συνεργαστεί με ποιητές, νέους μουσικούς και τραγουδιστές. Και για να συμβάλει στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Από το 1970 και μετά βάζει την υπογραφή του σε μουσικά έργα που θεωρούνται τομή στην ελληνική μουσική ιστορία. Ακολουθεί η ίδρυση της ορχήστρας Παλίντονος Αρμονία με συμφωνικά και ελληνικά όργανα. Ο Ξυλούρης, η Μοσχολιού, ο Χαλκιάς, ο Γαργανουράκης, ο Νταλάρας, η Αλεξίου και αργότερα ο Χαρούλης, η Μποφίλιου ερμηνεύουν με πάθος τις παρτιτούρες του… Όπως και ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Τραγούδια, έργα, κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Χειροκρότημα, ανκόρ, μύθοι, σύμβολα.
Η Βασιλική Λαβίνα
Και στην προσωπική του ζωή; Ο Έλληνας συνθέτης απέκτησε με την τραγουδίστρια και συνεργάτιδά του, Βασιλική Λαβίνα, την κόρη τους, Ελένη. «Με θλίψη ανακοινώνουμε ότι σήμερα το απόγευμα απεβίωσε, μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο, ο μεγάλος εθνικός μας συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος. Η μουσική ψυχή της Ελλάδας σίγησε. Όμως, θα μένει ζωντανή στη μνήμη μας, μέσα από τα τραγούδια του που τραγουδήθηκαν και θα τραγουδιούνται από γενιές και γενιές Ελλήνων και Ελληνίδων», αναφέρει στη σύντομη ανακοίνωσή της η οικογένειά του.
Αποχαιρετισμός στον Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος είχε πει σε μία εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα πως «το τραγούδι είναι μια δικιά μας ερμηνεία της κοινωνίας, από τον καιρό που η κοινωνία πια αποφάσισε να μεγαλοποιήσει τον ρόλο της μέσα στις πρωτεύουσες… Παρότι εντάσσομαι στους έντεχνους συνθέτες, λίγο πολύ θέλω να έχω έναν ξεχωριστό δρόμο, δικό μου, που με προσήλωση ακολουθώ, έστω κι αν καμιά φορά υποψιάζομαι την κατεύθυνσή του, χωρίς να ξέρω ακριβώς ποια είναι αυτή».
Το 1974 στην πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση θα αποκάλυπτε τη νέα του σύνθεση με στοιχεία από το θέατρο, την εκκλησία και τα… σκυλάδικα. Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε αν φοβόταν μήπως ξαφνιάσει… «Μη με ρωτάτε για τέτοια πράγματα. Είμαι μέσα σε αυτό το καμίνι της μουσικής…».
*Σάντυ Τσαντάκη/Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή τη Δευτέρα 12 Ιουνίου