Καθώς βρίσκεται στο εργαστήριό του, ένας πλαστογράφος θα μπορούσε δύσκολα να φανταστεί ότι οι πυρηνικές δοκιμές, οι οποίες σηματοδότησαν την αρχή του Ψυχρού Πολέμου, βοηθούν τις αστυνομικές αρχές να αποκαλύψουν την παράνομη δραστηριότητά του.
Σε πρόσφατη δημοσίευσή τους στην επιστημονική επιθεώρηση «Forensic Science International», ερευνητές περιγράφουν τα βήματα τα οποία ακολούθησαν ώστε να εξακριβώσουν τη γνησιότητα δύο έργων τέχνης χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, οι ερευνητές αξιοποίησαν τις καταγραφές ενός στοιχείου του οποίου η συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα εκτινάχθηκε κατά τη διάρκεια των πυρηνικών δοκιμών που ξεκίνησαν το 1945.
Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι πολύτιμα όχι μόνο επειδή οδήγησαν στην εξάρθρωση ενός κυκλώματος εμπορίου πλαστών έργων τέχνης αλλά και επειδή καταδεικνύουν ότι η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης μπορεί να εφαρμοστεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα για τη χρονολόγηση έργων ζωγραφικής.
Στα ίχνη του πλαστογράφου
Η ιστορία ξεκινάει όταν το τμήμα της γαλλικής αστυνομίας, το οποίο ειδικεύεται στο παράνομο εμπόριο έργων τέχνης (OCBC), εντόπισε μια αποθήκη όπου φυλάσσονταν εκατοντάδες πίνακες ζωγραφικής. Πάνω από 250 έργα κατασχέθηκαν ώστε να εξακριβωθεί η γνησιότητά τους. Μεταξύ αυτών, βρέθηκαν δύο πίνακες οι οποίοι είχαν την υπογραφή δύο γνωστών ζωγράφων, του Ανρί Μαρτέν (Henri Martin) και της Μπλανς Οσεντέ-Μονέ (Blanche Hoschedé-Monet), οι οποίοι έζησαν από τα τέλη του δέκατου ένατου μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Οπως αναφέρεται στη δημοσίευση των ερευνητών, τα έργα των συγκεκριμένων ζωγράφων αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη αξία στην Ευρώπη και στην Αμερική και μπορούν να πουληθούν μέχρι και 200.000 δολάρια. Οι αστυνομικές αρχές ελέγχουν την γνησιότητα των έργων τα οποία εντοπίζουν σε τέτοιου είδους κυκλώματα επιστρατεύοντας τρία επίπεδα εξειδίκευσης: το πρώτο αφορά τους ιστορικούς της τέχνης, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις έχουν δημιουργήσει αναλυτικούς καταλόγους με τους πίνακες τους οποίους είχαν δημιουργήσει οι ζωγράφοι.
Το δεύτερο επίπεδο είναι πιο τεχνικό, αφού σε αυτό εμπλέκονται ειδήμονες οι οποίοι επιχειρούν να εντοπίσουν αποκλίσεις στην τεχνοτροπία του εκάστοτε πίνακα ώστε να προσδιορίσουν εάν αυτός είναι πιθανό να ζωγραφίστηκε από τον πραγματικό δημιουργό του.
Στο τρίτο επίπεδο εμπλέκονται επιστήμονες οι οποίοι κάνουν… φύλλο και φτερό τα υλικά από τα οποία αποτελείται ένα έργο τέχνης. Μελετώντας τις φυσικοχημικές ιδιότητες των υλικών αυτών, οι επιστήμονες συλλέγουν στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν εάν υπάρχουν αναχρονισμοί, εάν δηλαδή κάποιο από τα υλικά τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί στο έργο δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του εκάστοτε δημιουργού. «Οι μέθοδοι οι οποίες χρησιμοποιούνται συνήθως για τον σκοπό αυτόν είναι απεικονιστικές τεχνικές, όπως η ραδιογραφία με ακτίνες-Χ, η θερμογραφία υπερύθρου, καθώς επίσης και ανάλυση των χρωστικών ουσιών με μεθόδους όπως ο φθορισμός ή η κρυσταλλογραφία ακτίνων-Χ» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Λουσίλ Μπεκ, επικεφαλής του Εργαστηρίου Μέτρησης Ανθρακα-14 (LMC14) του Κέντρου Ερευνών Εναλλακτικών Πηγών Ενέργειας και Ατομικής Ενέργειας (CEA) στο Παρίσι και πρώτη συγγραφέας της έρευνας.
Ανθρακας-14: ένα πολύτιμο ρολόι
Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναδεικνύεται μία ακόμη μέθοδος για την αξιολόγηση της γνησιότητας ενός πίνακα: η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα-14. Με την τεχνική αυτή, η οποία είναι προσφιλής στην παλαιοντολογία και στην αρχαιολογία, οι επιστήμονες μετρούν στο δείγμα τους τη συγκέντρωση ενός ισοτόπου, δηλαδή μιας παραλλαγής, του στοιχείου του άνθρακα. Το ισότοπο αυτό είναι ο άνθρακας-14, υπάρχει στους ιστούς των οργανισμών και βρίσκεται σε ισορροπία με τον άνθρακα-14 που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Οταν ένας οργανισμός πεθαίνει, ο άνθρακας-14 που βρίσκεται στους ιστούς σταματά να αναπληρώνεται. Ετσι, οι επιστήμονες είναι σε θέση να προσδιορίσουν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια πότε νεκρώθηκε ο εκάστοτε οργανισμός. Αυτή η πληροφορία, παραδείγματος χάριν, μπορεί να προσδιοριστεί από τη ραδιοχρονολόγηση ενός ξύλου, μέσω της οποίας οι επιστήμονες βρίσκουν πότε κόπηκε το δέντρο από το οποίο προέκυψε το συγκεκριμένο κομμάτι ξύλου. Με τον τρόπο αυτόν μπορούν να χρονολογηθούν διάφορα υλικά τα οποία αποτελούνται από οργανική ύλη, όπως παραδείγματος χάριν το ξύλινο τελάρο πάνω στο οποίο έχει προσαρμοστεί ο καμβάς ενός πίνακα ζωγραφικής ή το κάρβουνο το οποίο ενδεχομένως να έχει χρησιμοποιηθεί σε ένα έργο.
Τα τελευταία χρόνια κάποιες έρευνες κατέδειξαν ότι ο άνθρακας-14 μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη χρονολόγηση μη οργανικής ύλης. Σε μια δημοσίευση στην επιστημονική επιθεώρηση «Scientific Reports», η οποία πραγματοποιήθηκε το 2020, οι ερευνητές περιέγραψαν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να χρονολογηθεί μια ανόργανη χρωστική ουσία χρησιμοποιώντας τον άνθρακα-14. Παράδειγμα τέτοιας ουσίας είναι η χρωστική με βάση τον λευκό μόλυβδο, η οποία χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα μέχρι και τον εικοστό αιώνα. «Η παραδοσιακή λευκή χρωστική αποτελείται από κερουσίτη ή υδροκερουσίτη. Η ουσία αυτή παράγεται από τη χημική αντίδραση μεταξύ του μολύβδου και ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα. Ετσι, ο άνθρακας της ατμόσφαιρας ενσωματώνεται στην ανόργανη χρωστική ουσία καθώς αυτή παράγεται» εξηγεί στο ΒΗΜΑ-Science ο δρ Βίνσεντ Σέρνιλς, επικεφαλής της συγκεκριμένης δημοσίευσης και καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της Ελβετίας. Οι ερευνητές λοιπόν μπορούν να «ξετρυπώσουν» τον άνθρακα από πολλά υλικά τα οποία συνθέτουν έναν πίνακα ζωγραφικής και ως εκ τούτου να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τη χρονολογία κατά την οποία δημιουργήθηκε ο πίνακας αυτός.
Οι πυρηνικές δοκιμές βελτίωσαν την ακρίβεια
Το «οπλοστάσιο» όμως των ερευνητών δεν τελειώνει εδώ. Το 1945 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πυρηνική δοκιμή στις ΗΠΑ, ενώ την ίδια χρονιά ακολούθησαν οι βομβαρδισμοί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Η χρήση πυρηνικών από τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση συνεχίστηκαν μέχρι το 1963, οπότε και υπογράφηκε η Συνθήκη Μερικής Απαγόρευσης Πυρηνικών Δοκιμών. Οι δοκιμές πυρηνικών όπλων ωστόσο είχαν αφήσει ήδη το στίγμα τους στο περιβάλλον. Για κακή τύχη των πλαστογράφων, η περίοδος αυτή άφησε και ένα πολύ έντονο αποτύπωμα του άνθρακα-14 στην ατμόσφαιρα. «Σε κανονικές συνθήκες, ο άνθρακας-14 παράγεται ως προϊόν της αλληλεπίδρασης της ιονίζουσας ακτινοβολίας με το άζωτο-14. Η ιονίζουσα αυτή ακτινοβολία προέρχεται με σχετικά σταθερό ρυθμό από τον Ηλιο, οπότε η συγκέντρωση του άνθρακα-14 που παράγεται στην ατμόσφαιρα της Γης είναι σταθερή» εξηγεί ο δρ Βίνσεντ Σέρνιλς, συνεχίζοντας: «Η έκρηξη της ατομικής βόμβας στην ατμόσφαιρα προκαλεί σημαντική ιονίζουσα ακτινοβολία, η οποία αλληλεπιδρά με το άζωτο της ατμόσφαιρας και παράγει επιπλέον άνθρακα-14». Μετρώντας την ποσότητα του άνθρακα-14 στην ατμόσφαιρα για εκείνη την περίοδο, οι ερευνητές δημιούργησαν γραφήματα τα οποία αποτυπώνουν τη μεταβολή της συγκέντρωσης του συγκεκριμένου ισοτόπου μέσα στον χρόνο. Η κορύφωση της συγκέντρωσής του πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 1963-1965 και οι επιστήμονες αναφέρονται σε αυτή με τον αγγλικό όρο «Bomb Peak». Η αύξηση και η μετέπειτα πτώση της συγκέντρωσης του άνθρακα-14 στην ατμόσφαιρα βελτίωσαν σημαντικά την ακρίβεια της χρονολόγησης, αφού δημιουργήθηκαν πολλά σημεία αναφοράς τα οποία οι επιστήμονες χρησιμοποιούν για να προσανατολιστούν στον χρόνο. «Η μέθοδος αυτή είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά το 2014 από ιταλούς συναδέλφους. Εμείς τη χρησιμοποιήσαμε για τη χρονολόγηση του ξύλου, του υφάσματος του καμβά και των χρωμάτων» σημειώνει η γαλλίδα ερευνήτρια.
Αναλύοντας τα μέρη του πίνακα
Για να καταλήξουν λοιπόν σε ένα συμπέρασμα, οι επιστήμονες συνέλεξαν δείγματα από διαφορετικά μέρη του κάθε πίνακα. Αρχικά ανέλυσαν τον πίνακα ο οποίος είχε την υπογραφή της Μπλανς Οσεντέ-Μονέ, της οποίας τα έργα ανήκουν στο καλλιτεχνικό ρεύμα του ιμπρεσιονισμού. Χρησιμοποιώντας μια μέθοδο η οποία ονομάζεται κρυσταλλογραφία ακτίνων-Χ, οι ερευνητές προσδιόρισαν την ακριβή χημική σύσταση των χρωμάτων τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί στον πίνακα. Στο άσπρο χρώμα εντόπισαν οξείδιο του ψευδαργύρου, μια χημική ένωση η οποία χρησιμοποιούνταν στο λεγόμενο «zink white», ένα χρώμα το οποίο άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μετά το 1835 προς αντικατάσταση ενός άλλου είδους λευκού χρώματος. Οπως σημειώνουν οι επιστήμονες, η συστηματική παραγωγή του συγκεκριμένου χρώματος ξεκίνησε το 1845 κοντά στο Παρίσι και αργότερα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Το «zinc white» ήταν ένα χρώμα το οποίο χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, ως εκ τούτου η παρουσία του στον συγκεκριμένο πίνακα δεν έθεσε σε αμφισβήτηση τη γνησιότητά του. Επιπλέον, η ραδιοχρονολόγηση του χρώματος κατέδειξε ότι υπήρχαν αρκετές πιθανότητες αυτό να προέρχεται από την εποχή στην οποία έζησε η ζωγράφος. Τα ίδια αποτελέσματα έδωσε και η ραδιοχρονολόγηση του ξύλινου τελάρου πάνω στο οποίο είχε προσαρμοστεί ο καμβάς. Οπως σημειώνουν ωστόσο οι επιστήμονες, δεν μπορεί κανείς να βγάλει οριστικά συμπεράσματα από τα αποτελέσματα αυτά, κι αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: αφενός, επειδή οι καταγραφές του άνθρακα-14 τις οποίες διαθέτουν οι επιστήμονες για την περίοδο που εκτείνεται από τον δέκατο ένατο μέχρι τον εικοστό αιώνα παρουσιάζουν κάποιες ασυνέχειες, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα η χρονολόγηση να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί με μεγάλη ακρίβεια. Αφετέρου, το γεγονός ότι τα υλικά είναι παλιά δεν καταδεικνύει απαραίτητα ότι η σύνθεση του έργου πραγματοποιήθηκε την εποχή εκείνη: ένας πλαστογράφος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει χρησιμοποιήσει ξύλο από παλιά δέντρα ή τελάρα άλλων έργων τέχνης τα οποία προέρχονται από τον δέκατο ένατο αιώνα.
Μυστικό κρυμμένο στον καμβά
Ετσι, οι επιστήμονες αναζήτησαν μια πιο σαφή απάντηση στον καμβά, ο οποίος πράγματι έλυσε με τρόπο αδιαμφισβήτητο το μυστήριο: οι αναλύσεις των ερευνητών έδειξαν ότι αυτός είχε δημιουργηθεί μετά την περίοδο κατά την οποία άρχισαν οι πυρηνικές δοκιμές. Η συγκέντρωση του άνθρακα-14 η οποία βρέθηκε στο δείγμα ταίριαζε σε δύο χρονολογίες: είτε στο 1957 είτε στην περίοδο 2000-2003. Και οι δύο χρονολογίες είναι μεταγενέστερες του θανάτου της ζωγράφου, ο οποίος επήλθε το 1947. Οπως αναφέρουν οι επιστήμονες, ανεξάρτητα στοιχεία τα οποία είχε συλλέξει η αστυνομία ενισχύουν την υπόθεση ότι το έργο αυτό δημιουργήθηκε την περίοδο 2000-2003. Το ίδιο πολύτιμες αποδείχθηκαν οι ίνες του καμβά και για τον πίνακα του Ανρί Μαρτέν. Σε αυτή την περίπτωση, οι ερευνητές ανέλυσαν τόσο ίνες του καμβά όσο και μια ίνα η οποία προερχόταν πιθανότητα από πινέλο. Η ραδιοχρονολόγηση των ινών έδειξε ότι αυτές προέρχονται από χρονολογίες μεταγενέστερες του θανάτου του ζωγράφου και πιθανότατα μεταξύ του χρονικού διαστήματος 2006 και 2014.
Η συγκεκριμένη έρευνα βοήθησε σημαντικά στην εξάρθρωση ενός μεγάλου κυκλώματος εμπόρων έργων τέχνης. Τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν ωστόσο έχουν διαχρονική αξία, αφού καταδεικνύουν με σαφή τρόπο ότι η ραδιοχρονολόγηση αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Τι προσέχουν οι πλαστογράφοι«Οι πλαστογράφοι διαβάζουν κι αυτοί επιστημονικές δημοσιεύσεις» ανέφερε η ερευνήτρια δρ Λουσίλ Μπεκ σε σχετικές της δηλώσεις, αναφερόμενη στις εξελιγμένες τεχνικές τις οποίες αυτοί χρησιμοποιούν για να πλαστογραφήσουν έργα τέχνης. Για να μη γίνει αντιληπτή η απάτη, διαλέγουν με προσοχή τα υλικά ώστε αυτά να ταιριάζουν στη χρονολογική περίοδο στην οποία αντιστοιχεί ο πίνακας ζωγραφικής.Η πώληση που κίνησε τις υποψίες της αστυνομίαςΤο 2011 πραγματοποιήθηκε η πώληση ενός πίνακα με τίτλο «Le Pont japonais a Giverny» με την υπογραφή της Μπλανς Οσεντέ-Μονέ, νύφης του διάσημου ζωγράφου Κλοντ Μονέ. Η πώληση αυτή, ύψους 66.000 ευρώ, κίνησε την υποψία των αστυνομικών αρχών, οι οποίες ξεκίνησαν εκτεταμένη έρευνα που κατέληξε στην εξάρθρωση ενός ολόκληρου κυκλώματος.
«Το μπούστο της Φλόρας»
Η ραδιοχρονολόγηση έχει συμβάλει στη διερεύνηση της γνησιότητας πολλών έργων τέχνης. Μόλις τον Απρίλιο του 2021, έρευνα στην οποία συμμετείχε η δρ Λουσίλ Μπεκ έδωσε τέλος σε μια διαμάχη στον χώρο της τέχνης η οποία διήρκεσε πάνω από εκατό χρόνια. Η διαμάχη αυτή αφορούσε το «Μπούστο της Φλόρας» (La Flora), ένα γλυπτό από κερί το οποίο είχε αποδοθεί στον Λεονάρντο ντα Βίντσι. «Το “Μπούστο” αγοράστηκε για μια μεγάλη τιμή το 1909 από ένα γερμανικό μουσείο ως έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ωστόσο, δεν υπήρχαν άλλα τέτοια έργα από κερί τα οποία να προέρχονται από την περίοδο της Αναγέννησης. Παράλληλα, ένας άγγλος καλλιτέχνης υποστήριζε ότι ήταν ο δημιουργός του συγκεκριμένου έργου. Η εικασία ότι το συγκεκριμένο έργο ανήκει στον Λεονάρντο ντα Βίντσι είχε διατυπωθεί από έναν διάσημο ιστορικό της τέχνης από τη Γερμανία, κάτι που συνέβαλε στο να εδραιωθεί αυτή η εικασία για πολλά χρόνια» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Ινα Ράιχ, πρώτη συγγραφέας της συγκεκριμένης δημοσίευσης. Η διαμάχη έληξε όταν οι επιστήμονες, χρησιμοποιώντας τη ραδιοχρονολόγηση, βρήκαν ότι το κερί προέρχεται από λίπος φαλαινών οι οποίες έζησαν 300 χρόνια μετά τον θάνατο του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Η ραδιοχρονολόγηση στην εγκληματολογία
Η μέθοδος της ραδιοχρονολόγησης χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια στην παλαιοντολογία και στην αρχαιολογία για τη χρονολόγηση των ευρημάτων τα οποία έρχονται στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο η ραδιοχρονολόγηση που χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς τις πυρηνικές δοκιμές αναδεικνύεται ως μια μέθοδος η οποία μπορεί να έχει εφαρμογή και στην εγκληματολογία. Οι επιστήμονες έχουν χρονολογήσει με αυτή τη μέθοδο οστά τα οποία ανακαλύπτονται κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών έργων και τα οποία πιθανολογείται ότι προέρχονται από στρατιώτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε άλλες περιπτώσεις η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται για την εξιχνίαση υποθέσεων οι οποίες εμπίπτουν στα περιβαλλοντικά εγκλήματα, όπως παραδείγματος χάριν η θανάτωση ελεφάντων με σκοπό να αποσπαστούν οι χαυλιόδοντες και να ανακτηθεί το ελεφαντόδοντο. Χρονολογώντας το ελεφαντόδοντο, οι επιστήμονες μπορούν να αποκτήσουν μια σαφέστερη εικόνα για το πότε θανατώθηκαν οι ελέφαντες, ένα στοιχείο το οποίο μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό του δράστη.