Μοντέρ Λάνθιμου: Μιλά για τον αθέατο και μοναχικό κόσμο της δουλειάς του

«Δε διάλεξα αυτό το επάγγελμα για άλλο λόγο, παρά για το ότι προσέφερε αυτή την ελευθερία έκφρασης σε ένα μοναχικό περιβάλλον»

Ο αθέατος κόσμος των μοντέρ έχει να κάνει και με την ιδιοσυγκρασία τους, υποστηρίζει ο Γιώργος Μαυροψαρίδης, συνεργάτης εδώ και 25 χρόνια του Γιώργου Λάνθιμου και υποψήφιος για Όσκαρ με την ταινία «Ευνοούμενη».

 

 

Ο μοντέρτην Παρασκευή, 12/11, το μεσημέρι θα μοιραστεί την εμπειρία του σ΄ ένα masterclass στο πλαίσιο του αφιερώματος του 62oυ Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του».

Τι τόνισε

«Δε διάλεξα αυτό το επάγγελμα για άλλο λόγο, παρά για το ότι προσέφερε αυτή την ελευθερία έκφρασης σε ένα μοναχικό περιβάλλον», αναφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιώργος Μαυροψαρίδης. Νιώθει αμήχανος που λόγω του αφιερώματος τα φώτα της δημοσιότητας έχουν πέσει στον ίδιο, υπογραμμίζοντας ότι «όταν τελειώσει όλο αυτό, θα συνεχίσουμε να είμαστε πίσω και πιστέψτε με είναι πολύ σημαντικό να κρατήσουμε αυτή τη μοναχικότητα. Η ανταμοιβή μας είναι στη στιγμή που ανακαλύπτουμε κάτι με το σκηνοθέτη, βάζουμε πλάνα μαζί και βλέπουμε τι δημιουργείται, καθώς και η αισθητική απόλαυση που παίρνουμε νιώθοντας ότι συμμετείχαμε στη δημιουργία μιας ταινίας».

Μια ταινία δεν παίζεται στην οθόνη, αλλά στο μυαλό του θεατή

Μέλος πλέον της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, με πολλές και σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό του και σταθερός συνεργάτης του Λάνθιμου, θεωρεί ότι δεν έχει αλλάξει σημαντικά από τον μοντέρ που υποδύθηκε το 1984 στην ταινία «Λούφα και παραλλαγή» του Νίκου Περράκη.

«Δεν νομίζω ότι έχω αλλάξει. Ωριμάζω πάνω σε αυτό που είχα ανακαλύψει, πάνω σε αυτή την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα μου και προσπαθώ να μείνω πιστός τις αρχές μου. Διδάχθηκα να σέβομαι τη συλλογική διαδικασία. Στην αρχή πίστευα ότι αυτό που έλεγα είναι σωστό. Είχα μια επιθετικότητα και αυτό δημιουργεί συγκρούσεις. Στην πορεία μαθαίνεις ότι όταν αποδέχεσαι τον άλλο μεγαλώνει και ο ορίζοντάς σου. Τώρα μου είναι πιο εύκολο να αλλάξω. Το μυαλό μου ευτυχώς έχει αυτήν την πλαστικότητα και βοηθάει το μοντάζ, γιατί οι πολλές εκδοχές το κρατάνε ζωντανό».

Οι μεγαλύτερες αλλαγές μέσα στις δεκαετίες που ασχολείται με το μοντάζ ήρθαν μέσα από την εξέλιξη της τεχνολογίας, αλλά για τον ίδιο η ουσία παραμένει αναλλοίωτη. Όταν ξεκίνησε,δεν υπήρχε καν η μουβιόλα.

Στη σχολή είχαν το συγχρονιζατέρ και έκοβαν με το χέρι. Μουβιόλα έπαιρναν μια φορά την εβδομάδα. «Στο μυαλό μου ο μηχανικός τρόπος που γινόταν το μοντάζ με το πως γίνεται τώρα, δεν έχει αλλάξει», τονίζει και επισημαίνει ότι κρατάει τον «μηχανικό» τρόπο σκέψης, καθώς όπως εξηγεί έτσι συνδέεται ο μοντέρ καλύτερα με το συναίσθημα που πρέπει να νιώσει ο θεατής. Όπως τονίζει άλλωστε «μια ταινία δεν παίζεται στην οθόνη, αλλά στο μυαλό του θεατή».

Η… αντίσταση σκηνοθέτη στην αίθουσα του μοντάζ

«Στην αίθουσα του μοντάζ εξαρτόμαστε από το σκηνοθέτη. Το πως θέλει να οργανώσει το χώρο του. Ο τρόπος που έχουμε μάθει και τηρούμε είναι ότι όπως έλεγε ο Πανουσόπουλος, ο κιμάς δεν κόβεται παρουσία του πελάτη», επισημαίνει ο Γιώργος Μαυροψαρίδης και εξηγεί ότι πάντα υπήρχε μια αντίσταση του δημιουργού ως προς τον χρηματοδότη.

«Με το Λάνθιμο όταν κάναμε διαφημιστικά, δεν έκανε τα χατίρια του πελάτη. Είχε μια υπόσταση καλλιτεχνική που έπρεπε το αποτέλεσμα να είναι Γιώργος Λάνθιμος. Είμαστε τυχεροί και είναι ο Γιώργος τόσο ικανός που έχει δημιουργήσει αυτό το περιβάλλον ώστε να έχει το final cut. Είναι πολύ λίγοι οι σκηνοθέτες που το έχουν», τονίζει και σημειώνει ότι έχει δουλέψει σε παραγωγές που το στούντιο έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

«Έχω κάνει μοντάζ σε ταινία που μπήκε μέσα ο παραγωγός από την αρχή και αυτό μπερδεύει. Εγώ πρέπει να επηρεάζομαι μόνο από το μυαλό του σκηνοθέτη. Τα κύματά μας πρέπει να συμφωνούν», τονίζει και σημειώνει ότι δημιουργοί σαν τον Λάνθιμο, συνήθως με τους συνεργάτες δεν έχουν σχέση μόνο επαγγελματική. «Είναι σχέση ζωής και αυτό δημιουργεί καλύτερες συνθήκες». Εξηγεί ότι οι δημιουργοί των στούντιο έχουν τις απόψεις τους, γιατί η ταινία πρέπει κατά τη γνώμη τους, για οικονομικούς λόγους, να «μιλήσει» σε όσο περισσότερους γίνεται, αλλά τονίζει ότι σκηνοθέτες στο επίπεδο του Λάνθιμου «δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό, αλλά στην αιωνιότητα».

Ο Λάνθιμος, σύμφωνα με τον μοντέρ του, «κάνει αυτό που έλεγε ο Χίτσκοκ: “Αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου και θα σας φέρω τα λεφτά που θέλετε”. Από τη στιγμή που οι ταινίες πρέπει να αποδώσουν εμπορικά, η μόνη που υποχρέωσή του είναι ο χρόνος».

Ερωτήματα για την κινηματογραφία στην Ελλάδα

Εκτιμά ότι στην Ελλάδα παρά την «ευφορία», όπως τη χαρακτηρίζει, από τις ξένες παραγωγές που γίνονται το τελευταίο διάστημα, υπάρχουν ακόμη προβλήματα. Θυμίζει ότι η ταινία «Αστακός», «θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς δεν έγινε εδώ» και παραθέτει μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με την κινηματογραφία σήμερα. «Αναρωτιέμαι και αναρωτιέται και ο χώρος, αν αφήνει κάποιο στίγμα στην εγχώρια κινηματογραφική βιομηχανία ή είναι κάτι που έρχεται και θα φύγει και κάποιοι δίνουν χαμηλά μεροκάματα κομπάρσων; Δίνει ευκαιρίες σε νέους να μάθουν τη δουλειά; Να χρησιμοποιηθούν και τα ταλέντα που υπάρχουν στην Ελλάδα. Εκμεταλλεύτηκε σωστά η κινηματογραφία αυτήν την ευκαιρία; Αφήνει κάποιο αποτύπωμα;».