Κάιλι Μινόγκ: Η «Μπάρμπι» της ποπ και πάλι στην κορυφή μετά από 13 χρόνια

Εμπνέεται από την Εντίθ Πιαφ

Είναι ντυμένη στα κόκκινα με ασσορτί κραγιόν. Μοιάζει σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που η μικροσκοπική Κάιλι Μινόγκ τραγουδούσε και χόρευε από το (επικό) «Can’t get you out of my head» μέχρι τις άλλες επιτυχίες που έκαναν την ποπ ακόμη πιο γλυκιά. Αλλά όχι γλυκανάλατη. Και τώρα που η διάσημη Αυστραλέζα επιστρέφει με ένα νέο τραγούδι, το «Padam, padam», χαιρόμαστε που μαθαίνουμε ότι η επάνοδός της την έφερε για πρώτη φορά στην κορυφή των τσαρτ μετά το 2010, ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια. Και η συνταγή; Αρκεί να επιμένεις. Να έχεις μία νέα πρόταση, να μπορείς να συναγωνιστείς τους σύγχρονους κανόνες του μάρκετινγκ, να ελίσσεσαι, να προωθείς τη δουλειά σου στο YouTube, στο ΤikTok και παντού. Η Κάιλι δεν έγινε ποτέ Μαντόνα ή Lady Gaga, δεν προσπάθησε να υποδυθεί μία άλλη – είναι η Μπάρμπι σε μίνι εκδοχή, που προσφέρει ένα άκουσμα με αισθησιακές, ερωτικές νότες, που ανταποκρίνεται σε όλους. Έτσι απλά, έτσι ωραία.

Το συγκεκριμένο είναι το μεγαλύτερό της σόλο επίτευγμα εδώ και περίπου μια δεκαετία. Ένα χορευτικό τραγούδι που θεωρείται η επιτυχία του καλοκαιριού, θέλεις να το ακούς ξανά και ξανά ή τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν όσοι το παίζουν εμμονικά. Το κομμάτι βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Top 10 των βρετανικών τσαρτ και αυτό λέει πολλά σε μια εποχή που δύσκολα ξεχωρίζεις, ειδικά αν έχεις… εξαφανιστεί για χρόνια.

Μόνο η Κάιλι μαζί με τη Σερ και την Νταϊάνα Ρος έχουν κατορθώσει να μας απασχολούν δημιουργικά σε διάστημα πέντε δεκαετιών.

Ίσως και μερικές ακόμα. Ίσως. Ούτε η ίδια δεν μοιάζει να μπορεί να το πιστέψει, αφού δήλωσε ότι το τραγούδι της έγινε viral στο TikTok, κάτι που αποτελεί «ακόμη και για εμάς τεράστια έκπληξη». Το «Padam, padam» ταξιδεύει στην Ολλανδία, την Αργεντινή, τη Χιλή, τη Νέα Ζηλανδία και φυσικά τη γενέτειρά της, την Αυστραλία.

Αν έχει σχέση με το… «Παντάμ, παντάμ» της Εντίθ Πιαφ; «Εμπνευστήκαμε από τον τίτλο», λέει η Κάιλι Μινόγκ σήμερα. «Και ακολουθήσαμε τον ρυθμό της καρδιάς».

 

*Σάντυ Τσαντάκη/Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Απογευματινή τη Δευτέρα 19 Ιουνίου