Στα 83 της χρόνια έφυγε από τη ζωή η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα.
Το βιογραφικό της
Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα ήταν ιστορικός τέχνης, αρχαιολόγος και Ομότιμη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Από το 1992 υπηρέτησε ως Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου.
Διετέλεσε αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού-Παιδείας και Θρησκευμάτων της Υπηρεσιακής κυβέρνησης με πρωθυπουργό την Βασιλική Θάνου την περίοδο 28 Αυγούστου με 23 Σεπτεμβρίου 2015.
Η τελευταία συνέντευξή της ήταν στα Παραπολιτικά και την Σάσα Σταμάτη τον Φεβροάριο του 2022.
Η τελευταία συνέντευξη τεύχη της Μαρίνας Λαμπρακη Πλάκα στα Παραπολιτικά
Σεμνή, ταπεινή και απόλυτα ειλικρινής, η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μας είχε υποδεχθεί στο τότε ανακαινισμένο κτίριο και σε μια εκ βαθέων συνέντευξη μας μίλησε για την ανακαίνισή του, τον αείμνηστο σύζυγό της, Δημήτρη Πλάκα, τα παιδικά της χρόνια, γιατί δεν ξαναπαντρεύτηκε, αλλά και γιατί δεν απέκτησε παιδιά.
Συγχαρητήρια για το σπουδαίο έργο που έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη.
Τα συγχαρητήρια δεν είναι μόνο για μένα, αλλά για όλους και για το υπουργείο Πολιτισμού και για τους δωρητές που μας βοήθησαν να γίνει αυτό το θαύμα. Εχω την εντύπωση ότι η Εθνική Πινακοθήκη μας μάς κάνει υπερήφανους και το έργο αυτό χρειαζόταν λόγω της επετείου που γιορτάζουμε φέτος. Είναι ένα μουσείο της Παλιγγενεσίας. Το κύριο μέρος των συλλογών του είναι έργα που έγιναν μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Είναι ένα μουσείο που άξιζε να πάρει αυτήν τη λαμπρότητα και να γίνει ένα σύγχρονο μουσείο, που είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του ελληνικού κοινού.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια;
Εζησα τα παιδικά μου χρόνια σε ένα χωριό της Κρήτης, που δυστυχώς αυτήν τη στιγμή ταλαιπωρείται, γιατί είναι το κέντρο των σεισμικών δονήσεων, το Αρκαλοχώρι. Ο πατέρας μου ήταν σιδηρουργός και για μένα, χωρίς να το ξέρω αυτό, το σιδηρουργείο ήταν το εργαστήριο του Ηφαίστου, ένας μυθικός χώρος. Λάτρευα να είμαι μέσα στο σιδηρουργείο, γιατί όλα αυτά, οι φωτιές, το αμόνι, τα εργαλεία, ήταν για μένα σήμερα, θα έλεγα, ένα μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αλλά την εποχή εκείνη το έβλεπα σαν έναν μαγικό χώρο. Η μάνα μου ήταν μια εξίσου γλυκύτατη γυναίκα. Εζησα όμορφα παιδικά χρόνια.
Ο έρωτας σας χτύπησε νωρίς την πόρτα;
Βεβαίως. Νομίζω το ρομαντικό και μυθιστορηματικό στοιχείο στη ζωή μου είναι ότι οι γονείς μου -κακώς βέβαια- θεώρησαν όταν πήγα 3η Γυμνασίου πως είχα μάθει αρκετά και έπρεπε να διακόψω για να έρθω στο χωριό, γιατί δεν είχαμε τότε γυμνάσιο και πήγαινα στο Ηράκλειο, που ήταν μακριά. Δεν ήθελαν να μείνω άλλο. Υστερα από δύο χρόνια έγινε κοινοτικό γυμνάσιο στο Αρκαλοχώρι και ήρθε ο άνδρας μου, ο Δημήτρης Πλάκας, που ήταν αδιόριστος ακόμα, να διδάξει σε αυτό. Είχαμε μια διαφορά δέκα χρόνων. Ηταν όμορφος, συναρπαστικός, γενναιόδωρος. Ηρθε με ένα μπαούλο βιβλία, μια βαλίτσα άδεια, με ένα κοστούμι μόνο, που το φορούσε, αλλά με πάρα πολλά βιβλία, ένα γραμμόφωνο και πάρα πολλούς δίσκους κλασικής μουσικής και με έβαλε στον παράδεισο.
Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά;
Οχι. Εγώ δούλευα πωλήτρια σε ένα μαγαζί θείων μου. Επειδή, υποτίθεται, ο θείος αυτός που είχε το μαγαζί ήταν μορφωμένος, κουβέντιαζαν με τον Δημήτρη Πλάκα και άρχισα να του γυρεύω δανεικά βιβλία. Θυμάμαι ότι το πρώτο βιβλίο που μου έδωσε ήταν του Χάμσουν, μετά Τολστόι, Ντοστογιέφσκι. Είδε ότι εγώ είχα πολύ ενδιαφέρον. Σιγά-σιγά άρχισε ένα φλερτ, το οποίο στα χωριά δεν κρατάει πολύ, γιατί, σου λένε, ή θα προχωρήσεις ή να σταματήσεις τα πάρε-δώσε. Ετσι, αρραβωνιαστήκαμε και ο Δημήτρης είχε πει ότι του έκανα μια δήλωση -δεν ξέρω αν την είπα έτσι-: «Εγώ, κ. Πλάκα, θα παντρευόμουν και έναν χαμάλη, φτάνει να με άφηνε να σπουδάσω». Και μου είπε: «Δεν έχεις παρά να πας στο Ηράκλειο, να πάρεις τα στοιχεία από το Γυμνάσιο και να γραφτείς αύριο το πρωί». Γράφτηκα στο σχολείο και, από μαθήτρια του 16 που ήμουν, με έβαλε στον κόσμο του, σε μια άποψη για την παιδεία που ήταν τόσο προωθημένη που και σήμερα είναι. Ο Δημήτρης έλεγε στους μαθητές του: «Δεν θέλω να είσαι πρώτος. Θέλω να είσαι ο εαυτός σου και, για να είσαι ο εαυτός σου, πρέπει να χτίσεις την παιδεία σου μόνος σου». Από μαθήτρια του 15-16, έγινα η σούπερ μαθήτρια. Δεν μπορούσε κανείς να με συναγωνιστεί.
Αληθεύει ότι λίγο πριν φύγει από τη ζωή σάς είπε να μην ξαναπαντρευτείτε;
Δεν ήταν ζηλότυπος. Κάποια στιγμή, σε εξομολογητική διάθεση, μου είπε: «Δεν θέλω να ξαναπαντρευτείς όταν φύγω από τη ζωή». Δεν νομίζω ότι το σεβάστηκα αυτό και δεν ξαναπαντρεύτηκα, απλώς δεν έτυχε να ερωτευτώ. Στην πραγματικότητα, ήμουν τόσο βυθισμένη στους μαθητές μου, στις αξίες μου, στη λατρεία του πολιτισμού, που δεν με ενδιέφερε να φλερτάρω. Ημουν και είμαι γεμάτη. Δεν μου έλειψε ένας σύντροφος. Ευγνωμονώ τη ζωή.
Σας διακρίνει μια ταπεινότητα. Δεν καβαλήσατε ποτέ το καλάμι;
Αν έχεις αληθινή παιδεία, είναι δυνατόν να υπερφρονήσεις, να καβαλήσεις το καλάμι, όπως έλεγαν οι αρχαίοι; Η παιδεία μάς κάνει ταπεινόφρονες. Γιατί να είμαστε καβαλημένα καλάμια; Ολα αυτά που ξέρουμε θέλουμε να τα μεταδώσουμε στους άλλους.
Το καμπανάκι της μητρότητας χτύπησε ποτέ;
Οχι. Ο Δημήτρης μού είπε: «Θα διαλέξεις. Δεν μπορείς να είσαι καλή μάνα και καλή σε αυτά που επιλέγεις να κάνεις. Είμαστε φτωχοί, δεν μπορούμε να έχουμε βοήθεια εξωτερική. Δεν μπορείς να κάνεις ένα παιδί και να το στείλεις στη μαμά σου να το αναθρέψει. Λοιπόν, διάλεξε». Και έτσι συναποφασίσαμε να μην κάνουμε παιδιά. Επειδή ήμουν δασκάλα με πάρα πολλούς μαθητές, που τους λατρεύω, δεν αισθάνθηκα ποτέ την έλλειψη παιδιών. Ομως, για να μη θεωρηθεί ότι περιφρονώ αυτήν τη μεγάλη τιμή που έχει η γυναίκα, ξέρω τι σπουδαίο πράγμα είναι αυτό που μας έχει δώσει η φύση, να δημιουργούμε νέους ανθρώπους. Να δημιουργούμε τη συνέχεια της ζωής. Αυτό το θαύμα το έχει η γυναίκα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση, μεγαλύτερη ηδονή από το να παίρνεις στην αγκαλιά σου αυτό το νέο πλάσμα.