Έφυγε από τη ζωή ο βραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας Άγγελος Βισκαδουράκης

Σε ηλικία 59 ετών

Ένας σημαντικός εκπρόσωπος του ελληνικού κινηματογράφου, που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του σε σημαντικές ταινίες, ο διευθυντής φωτογραφίας Άγγελος Βισκαδουράκης, έφυγε από τη ζωή το πρωί, σε ηλικία 59 ετών, προδομένος από την καρδιά του. Από το 2011 αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία τον ανάγκασαν να παραμείνει καθηλωμένος και να εγκαταλείψει την τέχνη του κινηματογράφου που τόσο αγαπούσε.

 

 

Ο Άγγελος Βισκαδουράκης συνεργάστηκε, κατά την διάρκεια της επαγγελματικής του διαδρομής με γνωστούς σκηνοθέτες. Μεταξύ αυτών η Λουκία Ρικάκη με την οποία βρέθηκε στις ταινίες «Ταξίδι στην Αυστραλία» (1989 )«Κουαρτέτο σε τέσσερις κινήσεις» (1994), ο Βαγγέλης Σερνάρης στην «Βασιλική», ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης στον «Δεκαπενταύγουστο» και το «Man at Sea». Για την δουλειά του σ΄ αυτό το τελευταίο φιλμ, το οποίο έμελλε να είναι και το τελευταίο του, βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.

Γεννημένος το 1962, ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τον μαγικό κόσμο της φωτογραφίας από τα 13 μόλις χρόνια του. Γι’ αυτό και επέλεξε παράλληλα με τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο να διευρύνει τις γνώσεις του πάνω στην φωτογραφία κάνοντας μαθήματα στη Σχολή Σταυράκου. Στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα πέρασε από διάφορους χώρους όπως αυτός της αρχαιολογίας αλλά και του ελεύθερου φωτορεπόρτερ. Έπειτα συνεργάστηκε με την εταιρεία παραγωγής Stefi για να διευρύνει αργότερα τους επαγγελματικούς του ορίζοντες ταξιδεύοντας στην Αμερική, Εκεί απέκτησε μάστερ στην κινηματογραφία και εργάστηκε για μια τριετία.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε για την δημιουργία ταινιών μικρού μήκους, τηλεταινιών αλλά και διαφημιστικών. Αυτό που έκανε την δουλειά του να ξεχωρίζει ήταν η ευαισθησία των φωτογραφικών του προσεγγίσεων αλλά και την ποιότητα του αποτελέσματος.

«Ο θάνατος του Άγγελου Βισκαδουράκη αφήνει μεγάλο κενό στην ελληνική κινηματογραφία και μας βυθίζει σε θλίψη. Υπήρξε διακεκριμένος διευθυντής φωτογραφίας συμβάλλοντας στην αισθητική ποιότητα της ελληνικής ταινίας και στη διεθνή ακτινοβολία της. Η οξύτητα και η ευαισθησία του βλέμματός του τον έκαναν άξιο συνοδοιπόρο σημαντικών Ελλήνων και Ελληνίδων σκηνοθετών» υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή του το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.