Έρευνα ΕΝΑ-Prorata: Πρώτο κόμμα σε αντιπάθεια ο ΣΥΡΙΖΑ – Ο ρόλος Δεξιάς-Αριστεράς και το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης»

Τα τρία συμπεράσματα της έρευνας

Η διάκριση «Αριστερά-Δεξιά» εξακολουθεί να είναι ένα μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται η εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα , όπως προκύπτει από έρευνα κοινής γνώμης που διενήργησε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), το οποίο ανήκει στον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑΓιάννη Δραγασάκη, σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Prorata, σχετικά με την καταγραφή των πολιτικών και ιδεολογικών στάσεων της ελληνικής κοινής γνώμης.

Οι θεματικές που καλύφθηκαν στο ερωτηματολόγιο που συντάχθηκε με ευθύνη του ΕΝΑ είναι τρεις: (α) «πολιτικό ενδιαφέρον», όπου συζητιούνται ζητήματα πολιτικής εμπλοκής και διαθεσιμότητας, καθώς και εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, (β) «ιδεολογία», όπου συζητιούνται κρίσιμες πλευρές της ιδεολογικής συζήτησης, τόσο σε επίπεδο ταυτοτήτων όσο και σε επίπεδο πολιτικοϊδεολογικής τοποθέτησης, και (γ) «πολιτικές», όπου καταγράφονται οι στάσεις των πολιτών γύρω από συγκεκριμένες πολιτικές και προγραμματικές θέσεις.

Τα τρία συμπεράσματα που προκύπτουν

Πρώτον, είναι σαφές ότι η ταυτότητα «προοδευτικός» θα αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό επίδικο στον προεκλογικό ανταγωνισμό, καθώς φαίνεται πως υπάρχει μια κοινωνική αντιπαράθεση γύρω από το περιεχόμενο της έννοιας.

Δεύτερον, το γεγονός ότι κατά τεκμήριο αριστερόστροφες ταυτότητες στοιχίζονται στα αριστερά και δεξιόστροφες στα δεξιά δείχνει ότι η πολιτικοϊδεολογική συγκρότηση στην Ελλάδα εξακολουθεί να έχει κάποιες σταθερές που διαφοροποιούν το
αριστερό από το δεξιό.

Τρίτον, εκ των πραγμάτων οι στρατηγικές των κομμάτων επιδρούν και στο πώς σχηματίζουν ιδεολογικές ταυτότητες οι πολίτες. Για να επανέλθουμε στο παράδειγμα της «προοδευτικής» ταυτότητας, το γεγονός ότι για το «προοδευτικό» ερίζουν ταυτόχρονα ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ διαμορφώνει μεν έναν ευρύ προσεταιρισμό της εν λόγω έννοιας σε όλον τον πολιτικοϊδεολογικό άξονα, προσλαμβάνεται δε η ταυτότητα με διαφορετικό περιεχόμενο για κάθε πολιτικοϊδεολογική κατηγορία.

Όπως σημειώνεται στην έρευνα «είναι βέβαιο ότι ακόμα υπάρχουν αντιπαραθετικές ταυτότητες και έννοιες που οργανώνουν τον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό στη βάση της αντίθεσης αναμεσά σε διακριτές πολιτικές εναλλακτικές».

erevna

 

Πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ σε βαθμός αντιπάθειας 

Σημαντικό, ως ενός σημείου, φαινόμενο, που θα επηρεάσει την προεκλογική συνθήκη, είναι ο βαθμός αντιπάθειας προς τα κόμματα. Στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς εμφανίζεται το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, παρατηρούμε ότι το 86% των ερωτώμενων δήλωσε ότι υπάρχει ένα κόμμα που αντιπαθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι πρώτο κόμμα σε αντιπάθεια είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι αξιωματική αντιπολίτευση, και δεύτερη η ΝΔ η οποία βρίσκεται τρία χρόνια στην κυβέρνηση. Άλλο αξιοσημείωτο εύρημα είναι ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (53%) αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μόνο το 10% αυτών αντιπαθούν τη ΝΔ, γεγονός που δείχνει να δυσχεραίνει την πιθανότητα μετεκλογικής σύγκλισης των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Συγκεκριμένα, το 35% δήλωσε πως αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 33% τη ΝΔ, το 9% τους Έλληνες για την Πατρίδα, το 7% το ΚΚΕ, το 4% την Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 και το 2% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Επίσης, το 71% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΝΔ αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 81% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ αντιπαθεί τη ΝΔ, ενώ το 53% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 10% τη ΝΔ.

Στην κατεύθυνση αυτή, διαπιστώνεται η φανερή πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που αντικατοπτρίζει τη θέση τους ως των δύο κυρίαρχων πόλων στο κομματικό σύστημα. Εκείνο που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι η ανθεκτικότητα της αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάσης στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝ.ΑΛΛ., οι οποίοι επιπλέον εμφανίζονται να αντιπαθούν το ΚΚΕ κατά 11% (1% περισσότερο από τη ΝΔ), αντίστοιχα με αυτούς της ΝΔ.

Έτσι, ένα 90% αντιπάθειας των ψηφοφόρων της ΝΔ επικεντρώνεται στα κόμματα της Αριστεράς, με το αντίστοιχο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αθροίζει 69%, γεγονός που αποτυπώνει τις μεταβολές από το 2012 και μετά στην εκλογική βάση του κόμματος αυτού και σίγουρα αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στον υπολογισμό των μετεκλογικών δυνατοτήτων και περιορισμών.

Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας

1. Είναι σαφές ότι η εδραιωμένη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος οδηγεί σε αποτιμήσεις της πολιτικής διαδικασίας ως συνυφασμένης κυρίως με το φαινόμενο της διαφθοράς. Αυτή η ανάγνωση συνιστά οπωσδήποτε αντίδραση σε υπαρκτές ανεπάρκειες και παθολογίες της πολιτικής διαχείρισης. Οι πολίτες διατηρούν, ωστόσο, υψηλές προσδοκίες από την πολιτική και σε πολύ μεγάλο βαθμό μπορούν να φανταστούν εαυτούς ως συμμέτοχους στην πολιτική διαδικασία. Μπορούμε, επομένως, να συναγάγουμε, χωρίς φυσικά να γενικεύουμε, ότι οι αποτυχίες της πολιτικής είναι βασική αιτία για τη ανάδυση συναισθημάτων τα οποία στρέφονται κυρίως ενάντια στους φορείς της πολιτικής και λιγότερο ενάντια στην ίδια την πολιτική. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική ως δυνατότητα κινητοποίησης αλλαγών, αλλά προς το παρόν φαίνεται πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα ματαιώνει τις προσδοκίες τους.

2. Η εμπιστοσύνη, από την άλλη πλευρά, προς ορισμένους θεσμούς είναι ένας κρίσιμος δείκτης του τρόπου με τον οποίο κατανοούν οι πολίτες τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Όπως είδαμε, την υψηλότερη εμπιστοσύνη συγκεντρώνουν θεσμοί με μακρά ιστορική παρουσία, οι οποίοι αποπνέουν σταθερότητα σε μια εποχή ρευστότητας. Πρακτικά, οι τρεις θεσμοί –στρατός, πανεπιστήμιο, ΕΣΥ– αντιστοιχούν σε τρεις λειτουργίες του κράτους που κατεξοχήν συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή: άμυνα και ασφάλεια, εκπαίδευση και κοινωνική κινητικότητα, υγεία και επιβίωση. Η προτίμηση στο ΕΣΥ είναι απότοκο της πανδημίας, ο στρατός είναι παράγοντας ασφάλειας σε εποχές ανασφάλειας λόγω γεγονότων που προσλαμβάνονται ως εξωτερικές απειλές, το πανεπιστήμιο είναι ένας τρόπος καλλιέργειας δυνατοτήτων για ένα καλύτερο μέλλον. Από εκεί και πέρα, οι αιρετοί θεσμοί ή οι θεσμοί που υπόκεινται σε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο δεξιώνονται χαμηλή εμπιστοσύνη, όπως επίσης και τα εκτεθειμένα ΜΜΕ, αλλά και η 27 Εκκλησία, ιδίως στη συνάφεια της πανδημίας. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έλλειμμα αξιοπιστίας, καθώς η εμπιστοσύνη υποδηλώνει δεσμό με θεσμούς ή συστήματα πολιτικών σχέσεων που πάνω κάτω παρέχουν, έστω και ανεπαρκώς, αυτά τα οποία είναι επιφορτισμένα να προσφέρουν.

3. Η διάκριση «Αριστερά – Δεξιά» εξακολουθεί να είναι ένα μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται η εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού. Προφανώς τα επίδικα στη συγχρονία είναι ενδεχομένως διαφορετικά και ενίοτε απομακρύνονται από τις παραδοσιακές ορίζουσες της διάκρισης. Ωστόσο, αυτού του είδους η διαίρεση εξακολουθεί να έχει νόημα όσο υπάρχει ο καπιταλισμός και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αυτός εγκαθιδρύει, όσο υπάρχουν ανισότητες και όσο υπάρχουν κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που αντιστρατεύονται μια τέτοιου είδους κανονικότητα. Όπως φάνηκε από πολλαπλά ευρήματα της έρευνας, υπάρχουν ζητήματα που παράγουν πολώσεις, όπως επίσης και διαφορετικές προσεγγίσεις όσο κινούμαστε από τα αριστερά προς τα δεξιά. Προφανώς οι πολιτικοϊδεολογικές κατηγορίες δεν είναι τόσο συμπαγείς όσο ήταν κάποτε, αλλά εξακολουθούν, έστω και σε μικρότερο βαθμό, να κανοναρχούν τον κομματικό ανταγωνισμό. Και τα δύο μεγάλα κόμματα διεκδίκησης της εξουσίας φαίνεται πως εδράζονται σε σχετικά αμιγείς αριστερόστροφες και δεξιόστροφες βάσεις.

4. Ο χώρος του κέντρου –έτσι όπως τουλάχιστον ορίζεται από την επιλογή της θέσης 5– μοιάζει να μην έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, άλλοτε τείνει προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Ο κεντρώος χώρος είναι προοδευτικός με όρους πολιτισμικού φιλελευθερισμού, αλλά πιο κοντά στη δεξιά με όρους οικονομίας. Ενδεχομένως η αυτοτοποθέτηση στο κέντρο να υποδηλώνει και μια αμηχανία για το πού θα κινηθεί μια μελλοντική εκλογική επιλογή. Οι αρνούμενοι την αυτοτοποθέτησή τους στον άξονα «Αριστερά – Δεξιά» φαίνεται πως λαμβάνουν περισσότερο πολωτικές στάσεις, εκφράζουν μεγαλύτερη δυσπιστία στο πολιτικό σύστημα και είναι περισσότερο επιρρεπείς σε εικόνες αστάθειας.

5. Οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων εμφανώς επιδρούν στις αναπαραστάσεις του πολιτικού ανταγωνισμού, έτσι όπως αυτές κατανοούνται από τους πολίτες. Τα δίπολα «πρόοδος – συντήρηση» και «λαϊκισμός – υπευθυνότητα» υπερκαλύπτουν εν προκειμένω το 28 «Αριστερά – Δεξιά», κυρίως γιατί τα κόμματα προπαγανδίζουν κατά βάση αυτά τα δύο δίπολα. Άρα, ό,τι εμφανίζεται την έρευνα ως τάση δεν είναι προφανώς μια στάσιμη κατάσταση, αλλά μια συνθήκη που μπορεί να μεταβληθεί μέσα από τη δυναμική του κομματικού ανταγωνισμού. Το σίγουρο είναι ότι η επένδυση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην καλλιέργεια ενός ισχυρού «αντί» που μπορεί να δημιουργεί συσπειρώσεις και να κατανικά τους δισταγμούς των αναποφάσιστων πλήττει καταρχάς τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως όταν το «αντί» που ο ίδιος προβάλλει δεν πλαισιώνεται από εναλλακτική που κινητοποιεί τις απαραίτητες ποιοτικά και ποσοτικά εγκλήσεις.

6. Τέλος, είναι εμφανές ότι η πανδημία αλλά και η αλληλουχία των αλλεπάλληλων κρίσεων έδειξαν ότι πολλές θεματικές εμφάσεις νεοφιλελεύθερης κοπής, όπως για τον περιορισμένο ρόλο του κράτους στην οικονομία ή τη θέση του ιδιωτικού τομέα, έχουν παύσει να θεωρούνται σταθερά σημεία κοινής λογικής σε αρκετές κατηγορίες της κοινής γνώμης· φαίνεται πλέον να μορφοποιείται μια νέα κοινή λογική, που επενδύει σε πλευρές μιας περισσότερο αριστερόστροφης προοδευτικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η μικρή αλλά ορατή εμπιστοσύνη στον ρόλο του κράτους, η αναγνώριση μιας κάποιας αναδιανομής, η στήριξη σε θεματικές πολιτισμικού φιλελευθερισμού δείχνουν τάσεις απομάκρυνσης από παλαιότερες συντηρητικές σταθερές. Η διάδοση, βέβαια, τέτοιων ιδεών δεν αρκεί από μόνη της. Πρέπει να υπάρχει ο αναγκαίος πολιτικός προσδιορισμός από τα υποκείμενα του πολιτικού ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά το είδος της πολιτικής αντίληψης με την οποία επικοινωνεί μια θεματική και ακόμα περισσότερο τον τρόπο ενεργοποίησης της κοινωνίας για την προώθηση ή την υπεράσπισή της. Κι αυτό είναι προφανές και από τις αντιφάσεις που από την ίδια την κοινωνία ανακύπτουν σε ό,τι αφορά τους στόχους και τα μέσα των πολιτικών (βλ. πχ μείωση φορολογίας, αλλά φορολόγηση πλούσιων και ισχυρές δαπάνες για δημόσια αγαθά και υποδομές). Είναι, επομένως, η ώρα των κομματικών προγραμμάτων και της γείωσής τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό.