Μία επιχειρηματική συνάντηση σε κεντρική πλατεία της Ρώμης, ένα εργοστασιακό ακίνητο στη Σίνδο, μία (ανύπαρκτη) μεσιτική εταιρεία με έδρα το Λονδίνο, ένα στικάκι usb με bitcoins, αξίας 400.000 ευρώ, συνθέτουν τα βασικά κομμάτια του παζλ της καλοσχεδιασμένης απάτης, που στήθηκε σε βάρος επιχειρηματία από τη Θεσσαλονίκη και απασχόλησε πέρσι τον Νοέμβριο τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ.
Για την υπόθεση, που θυμίζει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, κατηγορήθηκε ζευγάρι νεαρών Ρουμάνων, το οποίο συνελήφθη στον διεθνή αερολιμένα «Μακεδονία», προτού αναχωρήσει με πτήση προς το Παρίσι. Θεωρείται, όμως, βέβαιο πως ο «ιθύνων νους» της απάτης παραμένει ασύλληπτος.
Έντεκα μήνες αργότερα και κατόπιν αλλεπάλληλων συναντήσεων και διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους νομικούς παραστάτες των δύο πλευρών -από τη μία των δύο κατηγορουμένων και από την άλλη του επιχειρηματία- έπεσαν οι «τίτλοι τέλους» όσον αφορά την ποινική εμπλοκή του ζεύγους, καθώς επιτεύχθηκε εξωδικαστικός συμβιβασμός, που προβλέπει την αποζημίωση του παθόντα, με το ποσό των 150.000 ευρώ.
Ο συμβιβασμός επισφραγίστηκε στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, εκεί όπου παραπέμφθηκαν να δικαστούν οι δύο Ρουμάνοι, προφυλακισμένοι μέχρι τον προσδιορισμό της δίκης και κατηγορούμενοι για απάτη μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και συμμορία. Έχοντας ήδη λάβει -όπως ειπώθηκε στο ακροατήριο- το παραπάνω ποσό, σε μετρητά και μέσω διαδοχικών τραπεζικών εμβασμάτων, ο Έλληνας επιχειρηματίας ανακάλεσε την έγκλησή του ως προς το σκέλος της πρώτης πράξης, ενώ για τη δεύτερη, που διώκεται αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο τους έκρινε αθώους, και κατά συνέπεια αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η διαδικασία λίγο έλειψε, όμως, να τιναχθεί στον «αέρα», καθώς η πλευρά του επιχειρηματία αμφισβήτησε την πηγή προέλευσης του τελευταίου εμβάσματος, διατυπώνοντας επιφυλάξεις για πιθανή εμπλοκή του με την αρμόδια Αρχή για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Τη λύση έδωσε τελικά το Δικαστήριο, που δέχθηκε να γίνει ρητή αναφορά κατά την καθαρογραφή της απόφασης, ότι ουδέν μεμπτό ή παράνομο υφίσταται με το ποσό του συγκεκριμένου εμβάσματος.
Η αγγελία, η μεσιτική «εταιρεία» και ο «Ομάρ»
Το χρονικό της πρωτοφανούς υπόθεσης ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2021, όταν ο παθών δημοσίευσε αγγελία στο Διαδίκτυο για την πώληση ενός εργοστασιακού συγκροτήματος στη Σίνδο, έναντι τιμήματος 2 εκατ. ευρώ. Λίγο καιρό αργότερα ο ίδιος δέχθηκε τηλεφώνημα από το εξωτερικό που τον ενημέρωνε για (δήθεν) ενδιαφέρον από μεσιτικό όμιλο του Λονδίνου για την αγορά του ακινήτου και την προώθησή του στο πελατολόγιό του.
Κατά την ίδια επικοινωνία, του προτάθηκε να συναντήσει εκπρόσωπο της εταιρείας στη Ρώμη για να συζητήσουν για το επιχειρηματικό «ντιλ». Ο ανυποψίαστος επιχειρηματίας δέχθηκε να ταξιδέψει στην Αιώνια Πόλη, όπου πράγματι ακολούθησε συνάντηση με πρόσωπο που του συστήθηκε ως Βρετανός υπήκοος με ινδική καταγωγή, ονόματι «Ομάρ», και βρισκόταν στην ιταλική πρωτεύουσα για κάποια άλλη επένδυση, όπως ανέφερε στον Έλληνα συνομιλητή του.
Η συζήτηση των δύο ανδρών φάνηκε να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε να προχωρήσει η αγοραπωλησία. Ο συνομιλητής του Έλληνα επιχειρηματία έδειχνε σοβαρός επαγγελματίας, παρουσιάζοντας αναπτυξιακές στρατηγικές και επενδυτικά χρονοδιαγράμματα και αφού εξήγησε ότι της αγοράς επρόκειτο να προηγηθεί έλεγχος αυτοψίας του ακινήτου, προσδιόρισε την αμοιβή της μεσιτικής εταιρίας σε 445.000 δολάρια (ή 400.000 ευρώ, με την τότε ισοτιμία), θέτοντας όμως ως όρο τα χρήματα αυτά να παραδοθούν υπό τη μορφή κρυπτονομισμάτων.
Αυτό που αγνοούσε, όμως, μέχρι τότε ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, ήταν πως εξαρχής ο σκοπός του υποτιθέμενου μεσίτη ήταν να αποσπάσει την προμήθεια. Ακολούθησαν το επόμενο διάστημα συνεχείς επικοινωνίες, ανταλλαγές ηλεκτρονικών μηνυμάτων, αποστολές εγγράφων και συμβόλαια αγοράς που όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα ήταν όλα πλαστά.
Το χρυσοφόρο «στικάκι» που έκανε… φτερά
Στο μεταξύ, η ώρα για την υπογραφή του προσυμφώνου πλησίαζε. Ο επιχειρηματίας είχε κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες, ιδρύοντας εταιρεία μεσιτική και ορίζοντας φορολογικό εκπρόσωπο -μια «πολύπλοκη διαδικασία», όπως θα καταθέσει αργότερα -, ενώ είχε φροντίσει να μετατρέψει τα χρήματα της προμήθειας σε bitcoins αποθηκεύοντάς τα σε «στικάκι» usb με τους κωδικούς, μέσα σε φάκελο. Καθώς, όμως, εκκρεμούσε ο υποτιθέμενος έλεγχος φερεγγυότητας του ακινήτου δόθηκε ραντεβού για τις αρχές Νοεμβρίου 2021 στη Θεσσαλονίκη, όπου θα έφταναν δύο εκπρόσωποι της μεσιτικής εταιρείας.
Στο γραφείο του επιχειρηματία έφθασε η 27χρονη Ρουμάνα. «Ήταν μεταμφιεσμένη, φορούσε περούκα και μπλε φακούς επαφής, ψηλοτάκουνο παπούτσι. Είχε μεγάλη άνεση», περιέγραψε ο παθών την νεαρή γυναίκα, καταθέτοντας στο δικαστήριο. «Όλη η ιστορία έγινε γι’ αυτό το στικάκι», πρόσθεσε ο ίδιος. Με πρόσχημα τον έλεγχο του usb για τη διαθεσιμότητα του περιεχομένου του, κατάφερε με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να αντικαταστήσει το στικάκι με τα κρυπτονομίσματα με μία αντίστοιχη συσκευή που ήταν άδεια.
Αφού βεβαίωσε ότι όλα είναι καλά επέστρεψε τον φάκελο, χαιρέτησε τον επιχειρηματία, λέγοντάς του ότι θα πήγαινε στο Λονδίνο κι αποχώρησε από το γραφείο. Λίγες ώρες αργότερα το θύμα ανακάλυψε την κλοπή του usb, ειδοποίησε τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Β. Ελλάδος και αμέσως ξεκίνησαν αστυνομικές αναζητήσεις. Ενημερώθηκαν άμεσα οι αστυνομικές αρχές στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» που έκαναν «φύλλο και φτερό» όλες τις λίστες επιβατών των πτήσεων.
Πώς έγιναν οι συλλήψεις
Η νεαρή εντοπίστηκε τελικά στο αεροδρόμιο μαζί με τον 20χρονο φίλο της, έχοντας περάσει ήδη την πύλη εισόδου προκειμένου να επιβιβαστούν στο αεροσκάφος. Οι κινήσεις τους φαίνεται πως προκάλεσαν τις υποψίες των αστυνομικών. Όπως κατέθεσε αστυνομικός του αερολιμένα «Μακεδονία», «είχαν μπει τελευταία στιγμή σε μία πτήση και κουβαλούσαν πολλές σακούλες γεμάτες με προϊόντα που ψώνισαν από τα αφορολόγητα». Η 27χρονη Ρουμάνα – στο μεταξύ – είχε πετάξει την περούκα της, φόρεσε φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Καθ’ οδόν για το αεροδρόμιο, όπως αποκάλυψε η αστυνομική έρευνα, είχε φροντίσει να προωθήσει στον «εγκέφαλο» της απάτης τους κωδικούς με τα bitcoins.
Η ίδια στην απολογία της για το σκέλος της συμμορίας, ανέφερε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την απάτη, συμπληρώνοντας πως και η ίδια έπεσε θύμα. «Ο “Ομάρ” μού τηλεφώνησε ζητώντας τη βοήθειά μου για κάποιο πρόβλημα που είχε με έναν κύριο που του χρωστούσε χρήματα. Δέχθηκα να έρθω εδώ. Ο φίλος μου ήρθε μαζί για να μην είμαι μόνη» ανέφερε ζητώντας συγγνώμη από το παθόντα. Τα λεγόμενα της επιβεβαίωσε κι ο συγκατηγορούμενός της στη δική του απολογία, ενώ ο συνήγορος του ζεύγους ανέφερε ότι οι οικογένειες «ξεπουλήθηκαν» για να συγκεντρώσουν τα χρήματα που συμφωνήθηκαν ως αποζημίωση.