Στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας συνεχίστηκε σήμερα με καταθέσεις μαρτύρων η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Σύμφωνα με πληροφορίες του newsbomb.gr, κατά τη διάρκεια της δίκης διαδραματίστηκε άλλη μία συγκινητική στιγμή, όταν κατά τη διάρκεια κατάθεσης της Καλλιόπης Πολίτη, ένας εκ των κατηγορουμένων στελεχών της Πυροσβεστικής πετάχτηκε από τη θέση του και είπε: «Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για την διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει ε; Τον είχα βρει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν».
Η γυναίκα κατέθετε εκείνη τη στιγμή όσα γνώριζε από τις διηγήσεις του 93χρονου σήμερα πατέρα της, ο οποιος κατάφερε να γλιτώσει από τη φωτιά, ενώ αντιθέτως η μητέρα της χάθηκε στις φλόγες. Μάλιστα, μετά και την κατάθεση του πατέρα της γυναίκας, Χρήστου Πολίτη, ο κατηγορούμενος συνομίλησε μαζί τους για αρκετά λεπτά σε συγκινητικό κλίμα.
«Η μητέρα μου τηλεφώνησε γύρω στις 18.20.Στο πρώτο τηλέφωνο, επειδή η μέχρι τώρα εμπειρία μας… δεν έμπαινε ποτέ η φωτιά, έμπαινε γρήγορα η πυροσβεστική. Λίγο αργότερα άκουσα τον μπαμπά να ουρλιάζει από το κινητό «βοηθήστε μας! Καιγόμαστε. Δε βρίσκω τη μαμά σου». Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό. Ο μπαμπάς…του είπα να πάει προς τη θάλασσα. Περπάτησε 1,5 χιλιόμετρο. Που να ήξερα κι εγώ. Έφτασε στη θάλασσα. Έχει πολλά εγκαύματα από τη θερμοκρασία. Στα 88 του είναι αδιανόητο πως τα κατάφερε. Δεν συνάντησε κανέναν στο δρόμο του» είπε η Καλλιόπη Πολίτη.
Η μάρτυρας περιέγραψε το χάος στους δρόμους και την ανυπαρξία του κράτους, ενώ λίγο αργότερα αναφερόμενη στο πως εντόπισε τη μητέρα της, είπε: «Κάποια στιγμή άνοιξαν το δρόμο και φτάσαμε στο σπίτι. Η κατάσταση δεν περιγράφεται. Αναθάρρησα όταν είδα ένα σκυλί μας ζωντανό. Περάσαμε πολλές φορές δίπλα από τη μητέρα μου. Δεν την καταλάβαμε. Είχε απανθρακωθεί».
«Δεν μπόρεσα να πάω ούτε στην κηδεία της γυναικας μου»
«Έμεινα 3 εβδομάδες στο Σισμανόγλειο. Δεν μπόρεσα να παω στη κηδεία της γυναικας μου. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο από τον μεγάλο μου πόνο. Οι άνθρωποι δε γυρίζουν. Αλλά κι εμείς που μείναμε… ο άνθρωπος που σας μιλάει έχει εγκαύματα τρίτου βαθμού. Ήμουν καμμενος ο μίσος. Αυτός είναι ο μεγάλος καημός που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Δεν βοηθήθηκαμε, δεν υπήρχε σχέδιο, το κράτος ήταν απών» ανέφερε ο κ. Πολίτης.
Ο μάρτυρας βρισκόταν στη σπίτι του Μέντη σύζυγο του Ευγενία, όταν αντιλήφθηκαν ξαφνικά τη φωτιά δίπλα τους. «Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι η φωτιά της Πεντέλης έφτασε στο Βουτζά και μετά από πέντε λεπτά σε εμάς. Είμαι εγώ και η γυναίκα μου, η συγχωρεμένη η Ευγενία, οδοντίατρος. Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε. Η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να παω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Μαραθωνος και είχε φωτιά παντού. Άρχισα να πηγαίνω προς τη θάλασσα. Μια διαδρομή πέντε λεπτών με το αυτοκίνητο, την έκανα μια ώρα. Έφτασα στη θάλασσα. Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενος ανθρώπου που τον ευχαριστώ και εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου μπόρεσα να περάσω και βγω και με πήρε ένα αμάξι της πυροσβεστικής με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο».
Κλείνοντας την κατάθεση του ο κ. Πολίτης εξέφρασε το παράπονο του για την ταλαιπωρία που υφίσταται μέχρι και σήμερα από την Πολιτεία. «Θα μπορούσε το κράτος να με βοηθήσει και όχι να μου ζητεί συνέχεια χαρτιά για το σπίτι μου τα οποία εγώ δεν είμαι σε θέση να βρω. Ευτυχώς δεν είμαι στο δρόμο έχω τα παιδιά μου».
Τις δραματικές στιγμές που έζησε η μητέρα της, η οποία χάθηκε στη φωτιά, αλλά και η ίδια προσπαθώντας να την βρει εκείνο το απόγευμα, περιέγραψε η Αλεξάνδρα Νιτσοτσόλη. «Την ημέρα εκείνη βρισκόμουν στο γραφείο μου. Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου και μου είπε ότι είχε πιάσει φωτιά. Ήταν μόνη της στο σπίτι και μου ζήτησε να γυρίσω. Όταν μπήκα στη Μαραθώνος δεν είδα περιπολικά, πυροσβεστικά, σειρήνες. Δεν υπήρχε κινητοποίηση, ούτε εναέρια μέσα άκουσα. Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε «κλείσε, κλείσε να προλάβω να ντυθώ να φύγω». Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου» είπε η μάρτυρας.
Στην προσπάθεια της να επιστρέψει στο σπίτι τράκαρε με το αυτοκίνητο και βλέποντας τη φωτιά να έχει φτάσει στα δέντρα μπήκε σε άλλο αμάξι που τη μετέφερε σε ξενοδοχείο στη θάλασσα. «Η κατάσταση ήταν κατάσταση πανικού. Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο. Μετα στο ξενοδοχείο είπαν ότι η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος και πρέπει να εκκενώσουμε. Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη και πήγα με οτοστόπ. Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου».
Όπως εξήγησε, η μητέρα της δεν απαντούσε στις κλήσεις και η ίδια κάποια στιγμή κατάφερε να φτάσει στο σπίτι. «Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο. Πλησιάζω τρέμοντας…. Δεν ήταν στο σπίτι. Φευγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ… εκεί βρήκα τη μαμά μου».