«Φρένο» στην κατοχή, χρήση και διανομή κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης βάζει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης και του υπουργού Επικρατείας για τη «διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών.
Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, το οποίο τέθηκε από τις 15 Νοεμβρίου σε δημόσια διαβούλευση, επανέρχεται ο ποινικός κολασμός για όσους με την κατοχή κακόβουλων λογισμικών προχωρούν σε παράνομες παρακολουθήσεις πολιτών – διατάξεις που, σύμφωνα με νομικούς κύκλους, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Κι αυτό καθώς μέχρι και το 2019 η παράνομη υποκλοπή ήταν κακούργημα και τιμωρείτο με κάθειρξη έως δέκα έτη, ενώ η κατοχή και εμπορία παράνομων λογισμικών ήταν πλημμέλημα, με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης έως δύο έτη.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίστηκε λίγο πριν από τις εκλογές του 2019 από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η παράνομη υποκλοπή έγινε πλημμέλημα, με πλαίσιο ποινής από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, ενώ η κατοχή και εμπορία αποποινικοποιήθηκαν. Με τις προτεινόμενες διατάξεις που τέθηκαν σε δημόσια διαβούλευση επανέρχεται ως είχε το κακούργημα για τη χρήση παράνομων λογισμικών και συσκευών και το πλημμέλημα της εμπορίας και κατοχής, με πλαίσιο ποινής τουλάχιστον ενός έτους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις, όποιος παράγει, πωλεί, προμηθεύεται προς χρήση, εισάγει, κατέχει, διανέμει ή με άλλον τρόπο διακινεί λογισμικά ή συσκευές παρακολούθησης, με δυνατότητα υποκλοπής, καταγραφής και κάθε είδους άντλησης περιεχομένου ή και δεδομένων επικοινωνίας (κίνησης και θέσης), τα οποία καθορίζονται με απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Την ίδια στιγμή, όποιος, αθέμιτα, με τη χρήση τεχνικών μέσων, παρακολουθεί ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσιες διαβιβάσεις δεδομένων ή ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές από, προς ή εντός πληροφοριακού συστήματος ή παρεμβαίνει σε αυτές με σκοπό ο ίδιος ή άλλος να πληροφορηθεί το περιεχόμενό τους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
Παράλληλα, με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του νομοσχεδίου και έπειτα από πρόταση των υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Αμυνας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η σύναψη συμβάσεων εκ μέρους κρατικών δομών για την προμήθεια λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης. Ο κατάλογος απαγορευμένων λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης επικαιροποιείται με απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ το αργότερο κάθε έξι μήνες. Επιπλέον, με ανακοίνωση του διοικητή της ΕΥΠ, που αναρτάται στον ιστοχώρο της υπηρεσίας ενημερώνεται το κοινό για τα απαγορευμένα λογισμικά, τον τρόπο δράσης τους και τα μέτρα προστασίας που δύναται να λάβει έναντι αυτών.
Δικαίωμα Ενημέρωσης
Με τις προτεινόμενες διατάξεις καθιερώνεται και ειδική διαδικασία για την άρση του απορρήτου όσον αφορά τα πολιτικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, με το νομοσχέδιο εισάγεται ένα τριπλό φίλτρο για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, καθώς, πρώτον, τη διαδικασία επισπεύδει μόνο η ΕΥΠ, δεύτερον, θα πρέπει να δώσει άδεια ο πρόεδρος της Βουλής πριν από τη διπλή εισαγγελική κρίση και, τρίτον, το αίτημα για την άρση οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία, που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, η οποία ορίζεται για πρώτη φορά. Παράλληλα, στο σχέδιο νόμου ορίζεται ότι η ενημέρωση του παρακολουθούμενου γίνεται με την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση και μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της.
Την ενημέρωση αποφασίζει τριμελές όργανο, που απαρτίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα, τον δΙοικητή της ΕΥΠ ή τον διευθυντή της ΔΑΕΕΒ και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Επιπλέον, προβλέπεται η αυτόματη διαγραφή του περιεχομένου της παρακολούθησης μετά την πάροδο έξι μηνών από την παύση της άρσης.
Αλλαγές στην ΕΥΠ
Σημαντικές αλλαγές επέρχονται και στον τρόπο επιλογής του διοικητή και των υποδιοικητών της ΕΥΠ, οι οποίοι μέχρι και σήμερα μπορούν να προέρχονται και από το δημόσιο και από τον ιδιωτικό τομέα. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, διοικητής της ΕΥΠ ορίζεται πρόσωπο προερχόμενο από το διπλωματικό σώμα ή απόστρατος ανώτατος αξιωματικός. Υποδιοικητές μπορεί να είναι κάποιοι από τους διπλωμάτες ή απόστρατοι αξιωματικοί και υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ο αριθμός των υποδιοικητών περιορίζεται από τρεις που είναι σήμερα σε δύο.
Παράλληλα, θεσμοθετείται Επιτροπή Συντονισμού για θέματα κυβερνοασφάλειας, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της πολυδιάσπασης των δομών.
Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 19/11