Στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας έφτασε το πρωί της Τρίτης η μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη καθώς σήμερα αναμένεται να ξεκινήσει η δίκη για τη δολοφονία της κόρης της τον Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο.
Η πρώτη συνεδρίαση
Η πρώτη συνεδρίαση είχε οριστεί για τις 14 Φεβρουαρίου, αλλά υποβλήθηκε αίτημα διακοπής από τον συνήγορο του ενός εκ των κατηγορουμένων προκειμένου να μελετήσει τη δικογραφία, ενώ δόθηκε δεύτερη διακοπή στη διαδικασία πριν από λίγες ημέρες καθώς τόσο μια ένορκος όσο και ο δικηγόρος του Αλβανού κατηγορουμένου νοσούσαν με κορονοϊο.
«Μπράβο σε όλους κι εκεί ψηλά που κάθεστε στα έδρανα. Ντροπή! Ντροπή!» είχε φωνάξει η μητέρα της Ελένης, Κούλα Αρμουτίδου μόλις άκουσε την απόφαση του δικαστηρίου για νέα διακοπή της δίκης. Στο πλευρό της οικογένειας της Ελένης Τοπαλούδη βρέθηκαν για ακόμα μια φορά η Αννα Ψαράκου, μητέρα της Γαρυφαλλιάς που δολοφονήθηκε το καλοκαίρι στη Φολέγανδρο, αλλά και η Ελένη Κρεμαστιώτη, μητέρα της Ερατούς που δολοφονήθηκε το 2019 στη Μυτιλήνη από τον εν διαστάσει σύζυγό της.
«Την κοροϊδία τους μέσα! Δεν ντρεπόμαστε καθόλου! Κάποιος ένορκος έχει COVID λέει! Δεν πρέπει να υπάρχουν αναπληρωματικοί; Πόσο να αντέξω! Θέλει το σύστημα να μας εξουθενώσει ή να μας στείλει στο ψυχιατρείο!» είπε κατά την έξοδο της από το δικαστήριο η Κούλα Αρμουτίδου.
Το αποτρόπαιο έγκλημα
Ήταν 28 Νοεμβρίου 2018 όταν στα παγωμένα νερά της θάλασσας στην παραλία «Φώκια» ένα μεγάλο αντικείμενο τραβά την προσοχή ενός άνδρα που έκανε περίπατο μαζί με τη γυναίκα του στο δρόμο προς το φυλάκιο Γκίνας. «Μας τράβηξε το ενδιαφέρον κάποιο μεγάλο αντικείμενο που βρισκόταν μέσα στη θάλασσα. Ήταν περίεργο αυτό που βλέπαμε και τα κύματα που το σκέπαζαν δεν μας άφηναν να ξεχωρίσουμε τι ακριβώς ήταν. Όταν το είδα με τα κιάλια και κατάλαβα ότι πρόκειται για άνθρωπο, κάλεσα το λιμενικό» είπε στην κατάθεσή του ο άνθρωπος που εντόπισε το άψυχο κορμί της Ελένης.
Την ίδια στιγμή, στο Διδυμότειχο, δύο γονείς αναζητούσαν την κόρη τους που σπούδαζε στη Ρόδο. Έχουν δηλώσει την εξαφάνισή της στην αστυνομία. Το πτώμα που βρέθηκε στη θάλασσα φέρει ένα τατουάζ στο πόδι. Έχει χτυπηθεί βάναυσα πριν βρεθεί στο νερό. Ο Γιάννης και η Κούλα Τοπαλούδη ειδοποιούνται από την αστυνομία. Η Ελένη είναι νεκρή και η αστυνομία ξεκινά έρευνα για τον εντοπισμό του δράστη. Η κατάθεση της φίλης της και η αναφορά σε κάποιο αγόρι που αντάλλασσε μηνύματα η νεαρή φοιτήτρια λίγο πριν χαθούν τα ίχνη της, οδηγούν τις Αρχές στους δράστες.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι το προηγούμενο βράδυ οι δύο άνδρες ζήτησαν από την φοιτήτρια να συνευρεθούν ερωτικά στο σπίτι του ενός εκ των δύο. Η ίδια ακολούθησε τους δύο άντρες, αλλά αρνήθηκε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή, κάτι που οδήγησε σε βίαιη αντίδραση των δραστών, οι οποίοι την βίασαν και την πέταξαν αναίσθητη στη θάλασσα.
Οι ποινές σε πρώτο βαθμό
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, ομόφωνα επέβαλλε σε πρώτο βαθμό και στους δύο κατηγορούμενους τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή.
Ειδικότερα, τους επιβλήθηκαν ισόβια για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας και 15 έτη κάθειρξης για το αδίκημα του ομαδικού βιασμού. «Αλήθειες δεν άκουσα. Οι κατηγορούμενοι δεν έδειξαν μεταμέλεια και με τη στάση τους ενέπαιζαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης το δικαστήριο και συνεχίζουν να διασύρουν τη μνήμη της Ελένης» είπε μεταξύ άλλων στην αγόρευσή της η εισαγγελέας Αριστοτελία Δόγκα, ζητώντας να μην τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό.
Τι ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι
Οι δύο κατηγορούμενοι, ρίχνοντας ο ένας στον άλλο ευθύνες ακόμα και την τελευταία στιγμή, άκουσαν την τελική απόφαση ανέκφραστοι. «Θα ήθελα να είμαι εγώ στη θέση της Ελένης, δεν έκανα τίποτα εγώ, όλα τα έκανε ο συγκατηγορούμενος μου» ήταν ο βασικός ισχυρισμός του νεαρού Ροδίτη που κατηγορείται μαζί με έναν νεαρό Αλβανό για την δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη. Ο ίδιος είχε ισχυριστεί ότι αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και λάμβανε αγωγή πριν το φόνο, επιμένοντας πως για όσα συνέβησαν εκείνο τα βράδυ έφταιγε ο συγκατηγορούμενός του.
Σύμφωνα πάντα με όσα εκείνος υποστήριξε, χωρίς οι ισχυρισμοί του να γίνουν αποδεκτοί από το δικαστήριο, αφορμή για το βίαιο ξέσπασμα σε βάρος της Ελένης, ήταν η φράση της προς τον Αλβανό φίλο της: «Ο Μανώλης είναι πιο άντρας από εσένα». Κατά τον κατηγορούμενο, ο συγκατηγορούμενός του «άρχισε να τη χτυπάει με το σίδερο στο κεφάλι», ενώ ο ίδιος τον παρακαλούσε να σταματήσει.
Στον αντίποδα, ο συγκατηγορούμενός του επεφύλαξε στον εαυτό του ρόλο παρατηρητή, ρίχνοντας κι αυτός με τη σειρά του φταίξιμο στον ροδίτη συγκατηγορούμενο του.
Περιέγραψε ότι γνώριζε την Ελένη μόλις τρεις ημέρες πριν την δολοφονία της και αναφερόμενος στο επίμαχο βράδυ υποστήριξε πως ο Ροδίτης συγκατηγορούμενος του άρχισε να χτυπάει την Ελένη όταν εκείνη τον απέρριψε ερωτικά.
«Αυτός εξοργίστηκε και άρχισε να την χαστουκίζει, να τη χτυπάει, να την κλοτσάει. Εγώ καθόμουν σα μ…..ς. Δεν ήξερα ποιον να υποστηρίξω, την κοπέλα ή το φίλο μου» περιέγραψε ο κατηγορούμενος, καταλήγοντας: «Αυτός έφυγε και γύρισε με ένα μαχαίρι, άρχισε να την μαχαιρώνει και μετά το πέταξε κάτω με δύναμη. Μετά έπιασε το σίδερο από δίπλα και άρχισε να την χτυπάει. Τον έσπρωξα και μου είπε εσύ να κάτσεις στη γωνία. Φοβήθηκα για τη ζωή μου» ισχυρίστηκε.
*Φωτογραφία αρχείου