Quantcast

Τουρκία: Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες διατηρούσαν ιστοσελίδες προπαγάνδας με αντισημιτικό περιεχόμενο

Σύμφωνα με μια κρύπτη απόρρητων εγγράφων που περιήλθε στην κατοχή του Nordic Monitor, ο Albayrak, γιος του εκλιπόντος ισλαμιστή ιδεολόγου Sadık Albayrak, ο οποίος καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή φυλάκισης, χρηματοδότησε και παρείχε υλικοτεχνική υποστήριξη για πολλαπλές ιστοσελίδες μίσους που συκοφαντούσαν επικριτές και αντιπάλους του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με δυσφημιστικό αντισημιτικό, αντιδυτικό περιεχόμενο

Μετάφραση: Αντώνης Χρυσουλάκης 

Η τουρκική υπηρεσία πληροφοριών MIT παρήγαγε κρυφά περιεχόμενο για διάφορους αντισημιτικούς και αντιδυτικούς ιστότοπους που είχαν δημιουργηθεί και χρηματοδοτηθεί από τον Serhat Albayrak, έναν 49χρονο ύποπτο για οργανωμένο έγκλημα, ο οποίος έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν ως συνεργάτης ενός πρώην χρηματοδότη της Αλ Κάιντα.

Σύμφωνα με μια κρύπτη απόρρητων εγγράφων που περιήλθε στην κατοχή του Nordic Monitor, ο Albayrak, γιος του εκλιπόντος ισλαμιστή ιδεολόγου Sadık Albayrak, ο οποίος καταδικάστηκε και εξέτισε ποινή φυλάκισης, χρηματοδότησε και παρείχε υλικοτεχνική υποστήριξη για πολλαπλές ιστοσελίδες μίσους που συκοφαντούσαν επικριτές και αντιπάλους του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με δυσφημιστικό αντισημιτικό, αντιδυτικό περιεχόμενο.

Το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου που δημοσιεύθηκε στους ιστότοπους δόθηκε διακριτικά από τον Nuh Yılmaz, 48 ετών, έναν σκληροπυρηνικό ισλαμιστή που τοποθετήθηκε σε ανώτερη θέση στη MIT τον Αύγουστο του 2013 από την κυβέρνηση Ερντογάν. Ο Yılmaz είχε εργαστεί για έναν τουρκικό εκδοτικό οίκο τη δεκαετία του 1990, η οποία χρηματοδοτούνταν από το Ιράν και προωθούσε το καθεστώς των ιρανών μουλάδων. Το περιοδικό έκλεισε με δικαστική απόφαση και οι διευθυντές του παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Δείγματα από την αντισημιτική ιστοσελίδα Medyagundem, την οποία διαχειρίζονταν από κοινού ο όμιλος Turkuvaz και η τουρκική υπηρεσία πληροφοριών: Πατήστε εδώ

Οι ιστότοποι μαύρης προπαγάνδας της MIT αναγνωρίστηκαν από τους ερευνητές και είναι οι εξής: medyagundem.com, medyasavar.com, haber10.com και karakutu.com. Η πιο διαβόητη από αυτές ήταν η Medyagundem, η οποία διακινούσε θεωρίες συνωμοσίας κατά των Εβραίων και προωθούσε το μίσος προς αυτούς με εκατοντάδες άρθρα και συνέδεε τους επικριτές του Ερντογάν με σιωνιστικές, δυτικές συνωμοσίες.

«Οι Εβραίοι εγκαθίδρυσαν το σύστημά τους στην καταστροφή και τον αφανισμό όλων εκτός από αυτούς», ανέφερε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Medyagundem τον Ιούλιο του 2014. Το ανυπόγραφο άρθρο κατηγορούσε τους Εβραίους για όλους τους πολέμους στον κόσμο, υποστηρίζοντας ότι όσο περισσότερο μειώνεται ο παγκόσμιος πληθυσμός, τόσο μεγαλύτερη ποσότητα οξυγόνου θα παίρνουν οι Εβραίοι. «Όπου υπάρχει πόλεμος στον κόσμο, ακόμη και αν ο Εβραίος δεν είναι εκεί, θα εμπλέκεται με τα όπλα και τα υλικά της πολεμικής βιομηχανίας».

Τα άρθρα που αναρτήθηκαν στον ιστότοπο καλούσαν σε μποϊκοτάζ γνωστών διεθνών εμπορικών σημάτων όπως η Coca Cola, επειδή κάθε σεντ που ξοδεύεται για μια κόκα κόλα θα μετατραπεί σε σφαίρες και βόμβες που χρησιμοποιούνται από το «δολοφονικό και τρομοκρατικό ισραηλινό κράτος», όπως το χαρακτήριζαν. Μεταφέρονταν σχόλια του Ερντογάν που συχνά περιέγραφαν το Ισραήλ ως τρομοκρατικό κράτος που ακολουθεί τα βήματα του Χίτλερ.

Επίσης η συγκεκριμένη ιστοσελίδα επιτέθηκε ανελέητα στον Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος είναι και ένας από τους βασικούς επικρητές που αντιτίθεται στην κυβέρνηση Ερντογάν, συκοφαντώντας τον για τον διαθρησκειακό διάλογο και τις δραστηριότητες προσέγγισης με Εβραίους, Χριστιανούς και άλλες θρησκευτικές ομάδες. Η συνάντηση του Γκιουλέν με Εβραίους ηγέτες, όπως ο Αβραάμ Φοξμάν, ο τότε εθνικός διευθυντής της Anti-Defamation League (ADL), καθώς και η συνάντηση του Γκιουλέν με τον Πάπα το 1988 επικρίθηκαν. Ο μουσουλμάνος κληρικός χαρακτηρίστηκε άπιστος και φίλος των σιωνιστών και του Βατικανού. Η πολιτική αντιπολίτευση στην Τουρκία δέχτηκε επίσης το μερίδιο που της αναλογούσε από τις συκοφαντικές επιθέσεις του ιστότοπου.

Το περιεχόμενο που δημιουργήθηκε για το Medyagundem δημοσιεύτηκε και σε άλλους μαύρους ιστότοπους και ενισχύθηκε μέσω τρολ και bots στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από μια ομάδα που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανθρώπων του Ερντογάν.

Η σχέση του Albayrak με τον Ερντογάν

Ο Albayrak ήταν ένα τίποτα μέχρι που ο μικρότερος αδελφός του Berat, 44 ετών, παντρεύτηκε την κόρη του τότε πρωθυπουργού και σημερινού προέδρου Ερντογάν τον Ιούλιο του 2004. Ξαφνικά, του στρώθηκε κόκκινο χαλί στους επιχειρηματικούς κύκλους, όπου άνθρωποι που ήθελαν να έχουν την εύνοια της κυβέρνησης άρχισαν να ασχολούνται μαζί του. Είχε εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα μέχρι που ο Ερντογάν αποφάσισε να τον φέρει στη διοίκηση της εφημερίδας Sabah, του ATV και άλλων μέσων ενημέρωσης που ανήκουν στην Turkuvaz Media, την κύρια μηχανή προπαγάνδας του τουρκικού καθεστώτος, το 2007.

Το μέσο ενημέρωσης αποκτήθηκε με χρηματοδότηση που έλαβε ο Ερντογάν από μίζες που έπαιρνε από φιλοκυβερνητικούς επιχειρηματίες σε αντάλλαγμα για προσοδοφόρα κυβερνητικά συμβόλαια. Ο έλεγχος των μεγάλων μέσων ενημέρωσης Ipek και Zaman, τα οποία κατασχέθηκαν παράνομα από την κυβέρνηση στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, αντίστοιχα, παραδόθηκε επίσης στον Albayrak, δουλειά του οποίου ήταν να μετατρέψει αυτά τα μέσα ενημέρωσης σε κυβερνητικά φερέφωνα, κάτι που συνέβη σχεδόν αμέσως.

Με την εντεινόμενη πίεση στα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης, ιδίως μετά το κλείσιμο σχεδόν 200 μέσων ενημέρωσης τον Ιούλιο του 2016, ο Albayrak πήρε ουσιαστικά τον έλεγχο δεκάδων τηλεοπτικών δικτύων, έντυπων εφημερίδων, ραδιοφωνικών σταθμών , πρακτορείων ειδήσεων και διαδικτυακών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των Hürriyet, Milliyet και CNN Türk. Σήμερα, ο Albayrak είναι γνωστός ως ο «ύπατος αρμοστής» που είναι υπεύθυνος για τη συντακτική γραμμή των τουρκικών μέσων ενημέρωσης εκ μέρους του αφεντικού του Ερντογάν.

 

Παραπέμπεται σε δίκη για δίκτυο οργανωμένου εγκλήματος

Οι τουρκές Αρχές κάποια στιγμή έπιασαν τον Albayrak όταν ενεπλάκη σε δίκτυο οργανωμένου εγκλήματος και καταχωρήθηκε ως ύποπτος σε έρευνα που ακολούθησαν οι εισαγγελείς της Κωνσταντινούπολης το 2013. Την υπόθεση χειριζόταν η οικονομική αστυνομία, η οποία εξέταζε τις παράνομες δραστηριότητες του Σαουδάραβα Yasin al-Qadi, ο οποίος είχε πιαστεί κάποτε ως χρηματοδότης της Αλ Κάιντα τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ όσο και από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.

Ο Αλ Καντί διοχέτευε κρυφά χρήματα στην Τουρκία για να χρηματοδοτήσει επιχειρήσεις που είχε ιδρύσει η οικογένεια του Ερντογάν και εισερχόταν παράνομα στην Τουρκία παρόλο που η επιτροπή κυρώσεων του ΟΗΕ για την Αλ Κάιντα είχε παγώσει τα ταξίδια και τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Αλμπαϊράκ και ο μικρότερος αδελφός του, καθώς και ο γιος του Ερντογάν, ο Μπιλάλ Ερντογάν, ήταν όλοι υπό έρευνα. Το κατηγορητήριο, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του Nordic Monitor, ανέφερε τον αλ Καντί ως ύποπτο υπ’ αριθμόν 53, ακολουθούμενο από τον Σεράτ, ύποπτο υπ’ αριθμόν 54. Η υπόθεση αποσιωπήθηκε από την κυβέρνηση Ερντογάν το 2014 πριν ο εισαγγελέας προλάβει να την οδηγήσει σε δίκη.

Μια επισκόπηση των εγγράφων που περιήλθαν στην κατοχή του Nordic Monitor αποκαλύπτει πώς οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και ο Albayrak συνωμότησαν για τη λειτουργία αντισημιτικών, αντιδυτικών διαδικτυακών ιστότοπων που αναφέρονται ως medyagundem.com, medyasavar.com, haber10.com και karakutu.com.

Ο πιο δηλητηριώδης ιστότοπος ήταν ο Medyagundem, ο οποίος φαίνεται να είναι αδρανής από το 2018, αλλά εξακολουθεί να είναι προσβάσιμος. Στα χαρτιά, ο ιδιοκτήτης του ιστότοπου ήταν ο Tutkun Akbaş και οι συντάκτες ήταν ανώνυμοι. Οι διασυνδέσεις του ιστότοπου με την ομάδα Turkuvaz του Albayrak και την υπηρεσία πληροφοριών αποκαλύφθηκαν όταν ο εισαγγελέας Ömer Solmaz διερεύνησε τον Akbaş και τον ιστότοπο μετά από μια σειρά ποινικών καταγγελιών που υποβλήθηκαν τον Ιούνιο του 2013 από Τούρκους δημοσιογράφους οι οποίοι έγιναν στόχοι εκστρατείας μίσους και συκοφαντικής δυσφήμισης μέσω δυσφημιστικών άρθρων που δημοσίευσε ο ιστότοπος.

Με χρηματοδότηση από τον όμιλο Turkuvaz του Albayrak και μέσω του περιεχομένου που παρείχε η ΜΙΤ, ο ιστότοπος προσπάθησε να φέρει σε δυσμένεια ανεξάρτητους και κριτικούς δημοσιογράφους και εφημερίδες μέσω ψεμάτων, συκοφαντιών και προσβολών, συχνά διατυπωμένων με χυδαιότητες. Για παράδειγμα, δημοσιογράφοι όπως οι Ekrem Dumanlı, Bülent Keneş και Celil Sağır ονομάστηκαν «σιωνιστές», «πράκτορες του Ισραήλ», «πράκτορες της CIA», «τοπικοί συνεργάτες σε μια διεθνή συνωμοσία» και «υπηρέτες ξένων δυνάμεων”».

Κατόπιν εντολής της Γενικής Εισαγγελίας του Anadolu, η μονάδα ηλεκτρονικού εγκλήματος του αστυνομικού τμήματος κατάφερε να εντοπίσει τις διευθύνσεις IP των διακομιστών που χρησιμοποιούσε η ΜΙΤ για την αποστολή ανώνυμου συντακτικού περιεχομένου στο Medyagundem. Αποδείχθηκε ότι ο Yılmaz και οι συνεργάτες του δεν μπήκαν καν στον κόπο να προσπαθήσουν να κρύψουν το αποτύπωμά τους όταν έστελναν αντισημιτικά και αντιδυτικά άρθρα στον ιστότοπο.

Οι περισσότερες από τις διευθύνσεις IP που χρησιμοποιήθηκαν για την αποστολή περιεχομένου στο Medyagundem χρησιμοποιούσαν τουρκικούς διακομιστές, ενώ άλλες προέρχονταν από την Ουκρανία, την Πολωνία και το Καζακστάν. Όταν εξέτασαν τις διευθύνσεις IP από τους τουρκικούς διακομιστές, οι ερευνητές ηλεκτρονικού εγκλήματος διαπίστωσαν ότι τα ανώνυμα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποστέλλονταν από εμπορικά κέντρα όπως το Antares και το Acity Outlet, που βρίσκονται κοντά στην έδρα της υπηρεσίας πληροφοριών στην περιοχή Yenimahalle της Άγκυρας. Για την αποστολή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου χρησιμοποιήθηκε το δωρεάν WiFi που ήταν διαθέσιμο σε χώρους όπως τα Starbucks σε αυτά τα εμπορικά κέντρα.

Με άλλα λόγια, οι πράκτορες της ΜΙΤ δεν μπήκαν στον κόπο να προσπαθήσουν να κρύψουν τα ίχνη τους και αντ’ αυτού χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες διαδικτύου που ήταν διαθέσιμες στα εμπορικά κέντρα κοντά στην έδρα της ΜΙΤ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε επίσης η δωρεάν σύνδεση στο διαδίκτυο που διατίθεται στην Karacan Akademi, μια ιδιωτική εταιρεία που οργανώνει συμπληρωματικά μαθήματα για φοιτητές στη γειτονιά Kızılay της Άγκυρας, και το μπόουλινγκ Rollhouse Ankuva στο Bilkent.

Εκ πρώτης όψεως οι ιστότοποι φαίνονταν ανεξάρτητοι μεταξύ τους, αλλά η προσεκτική εξέταση αποκάλυψε ότι όλοι τους διοικούνταν από την ίδια ομάδα ανθρώπων. Όλοι αυτοί οι ιστότοποι εκστρατείας λάσπης ανακαλύφθηκε ότι χρησιμοποιούσαν τον ίδιο κωδικό παρακολούθησης (Google Analytics: UA-1088672) και τον ίδιο εμπορικό κωδικό (Pub-5356585783519848), σύμφωνα με τον φάκελο της έρευνας.

Οι ερευνητές κατονόμασαν έξι υπόπτους – τους Akbaş, Erdem Yavuz, Esat Burak Uzundere, Seyfettin Mut, Hikmet Gök και Mustafa Yüce, οι οποίοι συμμετείχαν στη λειτουργία των ιστοσελίδων, και έλαβαν εντάλματα από το 26ο Ειρηνοδικείο της Κωνσταντινούπολης στις 6 Δεκεμβρίου 2013 για την παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους. Όλοι ταυτοποιήθηκαν εκτός από τον Yavuz, για τον οποίο πίστευαν ότι ήταν ένα ψεύτικο όνομα που κατασκευάστηκε από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες για να στέλνει άρθρα μέσω του διαδικτύου.

Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι ένας από τους υπόπτους, ο Yüce, ήταν στην πραγματικότητα υπάλληλος του Albayrak στον όμιλο μέσων ενημέρωσης Turkuvaz. Ο Yüce διαχειριζόταν τη διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας Takvim, επίσης μέλος της Turkuvaz, για λογαριασμό του Albayrak. Του είχε ανατεθεί να παρέχει υλικοτεχνική υποστήριξη για τις ιστοσελίδες.

Τα στοιχεία του ιδιοκτήτη και του καταχωρητή για τους περισσότερους από τους ιστότοπους κρατήθηκαν κρυφά από το κοινό, αλλά ένας ίσως άθελά του έμεινε ανοιχτός για να τον δει το κοινό. Το όνομα του Yüce ήταν καταχωρημένο ως καταχωρητής του karakutu.com. Αυτό ήταν αρκετό για τη μονάδα ηλεκτρονικού εγκλήματος για να δημιουργήσει μια υπόθεση εναντίον του και των άλλων υπόπτων, επειδή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την επείγουσα επανάκτηση και ο αριθμός τηλεφώνου που χρησιμοποιήθηκαν κατά την καταχώριση των μη καταχωρημένων ιστότοπων ήταν τα ίδια με αυτά που χρησιμοποίησε ο Yüce για την καταχώριση του Karakutu.

Πανικόβλητη από την αποκάλυψη, η κυβέρνηση Ερντογάν έσπευσε να αντικαταστήσει τον ανακριτή εισαγγελέα το 2015 και διόρισε έναν πιστό της, τον Mehmet Aydın, για να αναλάβει την έρευνα. Μόλις μία ημέρα αργότερα, ο Aydın επέστρεψε απόφαση μη άσκησης δίωξης για τον φάκελο, τον οποίο ο προκάτοχός του είχε προετοιμάσει με επιμέλεια βάσει πολύμηνης αστυνομικής έρευνας και 400 σελίδων αποδεικτικών στοιχείων. Η υπόθεση δεν οδηγήθηκε ποτέ σε δίκη χάρη σε αυτό το απότομο κλείσιμο της δικογραφίας.

Εν τω μεταξύ, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες ακολούθησαν τους κλασικούς κανόνες του εγχειριδίου που επικαλούνται όταν μια επιχείρηση αποκαλύπτεται. Εγκατέλειψε τις ιστοσελίδες, με όλες να είναι σήμερα απρόσιτες, με εξαίρεση τη Medyagundem, η οποία δεν έχει ενημερωθεί από το 2018, αν και το περιεχόμενό της είναι ακόμη διαθέσιμο.