Το εμβόλιο της Janssen (Johnson & Johnson) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εμβολιασμό του πληθυσμού με μία ή δύο δόσεις, σε συνδυασμό με άλλο εμβόλιο για δεύτερη δόση ή στην περίπτωση των δύο δόσεων σε χρονικό διάστημα από 2-6 μήνες, ανάλογα με την επιδημιολογική κατάσταση που επικρατεί σε κάθε χώρα.
Στη σύσταση αυτή καταλήγει η επιτροπή ειδικών στην ανοσοποίηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (SAGE) σε ότι αφορά την ανοσοποίηση των πληθυσμών των κρατών με το συγκεκριμένο εμβόλιο, δίνοντας το περιθώριο στις κυβερνήσεις να αναπτύξουν τις πολιτικές ανοσοποίησης που χρειάζονται.
Μία δόση
Σύμφωνα με τη σύσταση του Οργανισμού, σε κάποιες περιπτώσεις, η χρήση μιας μόνο δόσης μπορεί να έχει πλεονεκτήματα, καθώς πολλές χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρούς περιορισμούς στην επάρκεια εμβολίων, σε συνδυασμό με αυξημένο αριθμό περιστατικών που προκαλεί μεγάλο φόρτο στο σύστημα υγείας τους. Στις περιπτώσεις αυτές, μία μόνο δόση του εμβολίου είναι αποτελεσματική και επιτρέπει την ταχεία εμβολιαστική κάλυψη, η οποία με τη σειρά της θα μειώσει την επιβάρυνση των συστημάτων υγείας αποτρέποντας την σοβαρή νόσηση. Μια εφάπαξ δόση μπορεί επίσης να επιλεγεί για τον εμβολιασμό πληθυσμών που ζουν σε δυσπρόσιτες περιοχές ή σε συνθήκες σύγκρουσης ή ανασφάλειας.
Δύο δόσεις
Η χρήση δεύτερης δόσης μπορεί να είναι κατάλληλη καθώς αυξάνονται οι προμήθειες εμβολίων ή και η προσβασιμότητα. Οι χώρες θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να προσφέρουν μια δεύτερη δόση, ξεκινώντας από τους πληθυσμούς υψηλότερης προτεραιότητας (π.χ. εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, ηλικιωμένους, άτομα με συννοσηρότητες) όπως ορίζονται στον Χάρτη Προτεραιοτήτων του ΠΟΥ. Σε αυτή την περίπτωση, η χορήγηση της δεύτερης δόσης θα έχει ως αποτέλεσμα αυξημένη προστασία έναντι της λοίμωξης με συμπτώματα και έναντι της σοβαρής νόσου.
Ένα ετερόλογο εμβόλιο (π.χ. εμβόλιο COVID-19 από άλλη πλατφόρμα εμβολίων που έχει λάβει έγκριση) μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη για τη δεύτερη δόση.
Στους 2 ή 6 μήνες
Σε ότι αφορά τον χρόνο χορήγησης της δεύτερης δόσης, οι χώρες μπορούν επίσης να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα χορήγησης σε διάστημα μεταξύ 2 και 6 μηνών.
Μια δεύτερη δόση 2 μήνες μετά την αρχική δόση αυξάνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα, ειδικά έναντι των λοιμώξεων με συμπτώματα, ακόμη και όταν προκαλούνται από ανησυχητικές παραλλαγές SARS-CoV-2.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων. Στους 6 μήνες αντί για 2 μήνες, έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μεγαλύτερη αύξηση της ανοσολογικής απόκρισης στους ενήλικες.
Ως εκ τούτου, οι χώρες θα μπορούσαν να εξετάσουν ένα διάστημα έως και 6 μηνών με βάση την επιδημιολογική τους κατάσταση και τις ανάγκες των επιμέρους πληθυσμών στο εσωτερικό τους.